ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΔΑΠΑΝΗΣ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΒΟΗΘΟΥ ΣΕ ΤΡΟΧΑΙΟ ΑΤΥΧΗΜΑ
Στις δυσάρεστες συνέπειες που ακολουθούν ένα τροχαίο ατύχημα συγκαταλέγονται τόσο οι βλάβες στην υγεία του θύματος, άλλοτε ελαφρότερες κι άλλοτε ιδιαιτέρως σοβαρές, όσο και η οικονομική ζημία του σε πολλαπλά επίπεδα.
Μια από τις συνήθεις συνέπειες ενός τροχαίου ατυχήματος είναι και η αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης του θύματος για ορισμένο χρονικό διάστημα. Συχνά, οι τραυματισμοί που προκαλεί ένα τροχαίο ατύχημα αντιμετωπίζονται με συντηρητικές θεραπείες που ενέχουν είτε μερική είτε ολική ακινητοποίηση του πάσχοντος μέλους του σώματος (τοποθέτηση ναρθηκών, γύψων, κολλάρων, κηδεμόνων κ.α). Εκ των πραγμάτων, ο ασθενής, στις περιπτώσεις αυτές, δεν δύναται να φροντίσει μόνος του τον εαυτό του, ούτως ώστε καθίσταται απολύτως αναγκαία η συνδρομή κάποιου τρίτου προσώπου. Καθημερινές διαδικασίες ρουτίνας που αφορούν την προσωπική υγιεινή, τη διατροφή και κάθε άλλη ανάγκη του τραυματία καταλήγουν να απαιτούν την υποστήριξη τρίτου προσώπου. Ακόμα δε και στην περίπτωση που ο τραυματίας είναι σε θέση να ικανοποιήσει μόνος του έως ένα σημείο τις καθημερινές του ανάγκες, λόγω κάποιου ελαφρύτερου τραυματισμού, οι πάγιες ιατρικές συμβουλές μιλούν πάντα για ανάγκη αποφόρτισης και αποφυγής κάθε δραστηριότητας ακόμα και της πιο απλής, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιδείνωση.
Στο σημείο λοιπόν αυτό έρχεται ένα τρίτο πρόσωπο να επιτελέσει το ρόλο της οικιακής βοηθού ή διαφορετικά νοσοκόμου για να συνδράμει στην καθημερινότητα του τον τραυματία, ανάλογα πάντα και με τη βαρύτητα της σωματικής βλάβης. Το πρόσωπο που καλείται να επιφορτιστεί με τον ανωτέρω ρόλο μπορεί να είναι κάποιος κατ’ επάγγελμα οικιακός βοηθός ή νοσοκόμος, γεγονός όμως που αποτελεί έναν ιδιαίτερα επιβαρυντικό παράγοντα σε οικονομικό επίπεδο και ως εκ τούτου αποφεύγεται από τον παθόντα. Άλλωστε δεν πρέπει να λησμονείται πως ο εκάστοτε παθών κατά την κρίσιμη περίοδο που ακολουθεί το τροχαίο έχει ήδη να καλύψει πολλαπλά έξοδα που αφορούν την υγεία του (κάλυψη ιατρικών δαπανών, φάρμακα κ.α) αλλά και την αποκατάσταση των υλικών ζημιών που πιθανόν προκάλεσε το ατύχημα (αποκατάσταση φθορών οχήματος κ.α). Έτσι, συνηθίζεται στην πράξη, το ρόλο του οικιακού βοηθού ή νοσοκόμου να αναλαμβάνει κάποιο συγγενικό πρόσωπο είτε ιδιαιτέρως στενό όπως ο γονέας ή ο σύζυγος του τραυματία αναλόγως την οικογενειακή του κατάσταση, είτε και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο του ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος, όπως κάποιος αδελφός ή θείος.
Πρέπει δε να γίνει ιδιαίτερη μνεία για την περίπτωση που το ρόλο του οικιακού βοηθού-νοσοκόμου αναλαμβάνει κάποιος απ’ τους συζύγους καθώς σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά από τη σύγχρονη νομολογία οι παρεχόμενες από μέρους του υπηρεσίες (καθαριότητα, διατροφή, γενική περιποίηση) δεν εντάσσονται στο πλαίσιο της ενδεχόμενης ηθικής αλλά και περαιτέρω νομικής υποχρέωσης όπως αυτή προβλέπεται στο οικογενειακό δίκαιο (ΑΚ 1389, 1390). Συνεπώς υπηρεσίες παρεχόμενες στο ανωτέρω πλαίσιο δεν δύναται να ενταχθούν στη λίστα των συζυγικών υποχρεώσεων όπως αυτές προκύπτουν μετά τη σύναψη ενός γάμου. Γίνεται δε περαιτέρω δεκτό, πως αν οι παραπάνω υπηρεσίες ενέπιπταν στη νομική υποχρέωση του συζύγου, τότε κάθε έγγαμος τραυματίας θα ήταν υποχρεωμένος να καταφύγει στις υπηρεσίες μόνο του συζύγου και θα στερείτο του δικαιώματος να απευθυνθεί και να προσλάβει κάποιον επαγγελματία ακόμα και στην περίπτωση που θα είχε την οικονομική άνεση να το κάνει.
Το θέμα που γεννάται μετά και τις ως άνω παρατηρήσεις, είναι κατά πόσο ο τραυματίας μπορεί να συμπεριλάβει σε ενδεχόμενη αγωγή του και αξίωση ικανοποίησης δαπάνης οικιακού βοηθού ακόμα και στην περίπτωση που το ρόλο του τελευταίου έπαιξε κάποιο συγγενικό πρόσωπο και η δαπάνη αυτή δεν καταβλήθηκε, ακριβώς γιατί δεν υπήρχε οικονομική ευχέρεια προς τούτο. Γίνεται λοιπόν παγίως δεκτό από τη νομολογία μας, πως ένα τέτοιο κονδύλι μπορεί να αξιωθεί από τον ενάγοντα παθόντα στο πλαίσιο αγωγής του με τη διαδικασία του άρθρου 681Α ΚΠολΔ ακόμα κι αν ο παθών έλαβε την απαραίτητη φροντίδα από συγγενικό του πρόσωπο (ακόμα και σύζυγο) χωρίς να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό σαν αμοιβή. Μάλιστα, για την περίπτωση του συγγενή βοηθού/νοσοκόμου κρίνεται περαιτέρω πως το γεγονός αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει επ’ ωφελεία του πιθανού υπόχρεου εναγομένου ώστε ο τελευταίος να αποφύγει την καταβολή της σχετικής αποζημίωσης προς τον ενάγοντα. Είναι δε ιδιαίτερα κρίσιμο και αξιολογείται πάντα το κατά πόσο ο παθών και μελλοντικός ενάγων αξιοποίησε το σύζυγο ή το όποιο συγγενικό του πρόσωπο στο ρόλο της οικιακής βοηθού/νοσοκόμου επειδή στερείτο ρευστού χρήματος για να προβεί σε κάλυψης της αντίστοιχης δαπάνης με προκαταβολή της, σε χρονικό διάστημα προγενέστερο αυτού της άσκησης της αγωγής.
Έτσι καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως κάθε τραυματίας συνεπεία τροχαίου ατυχήματος και μετέπειτα ενάγων μπορεί να αξιώσει αποζημίωση για υπηρεσίες οικιακού βοηθού/νοσοκόμου, που παρασχέθηκαν από συγγενικά του πρόσωπα, ακόμη και αν δεν κατέβαλε σε αυτά οποιαδήποτε αμοιβή έναντι του έργου τους. Μάλιστα η δαπάνη οικιακού βοηθού δύναται να επιδικασθεί για όλο το χρονικό διάστημα, κατά τη διάρκεια του οποίου ο τραυματίας δεχόταν την φροντίδα και τις αντίστοιχες υπηρεσίες, ενώ κρίσιμο στοιχείο για το ύψος της αποζημίωσης αποτελούν πάντοτε οι νόμιμες αμοιβές που καταβάλλονται σε κάθε δεδομένο χρόνο προς τους αντίστοιχους επαγγελματίες σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς και τα συναλλακτικά ήθη.
Σχετική Νομολογία: Α.Π 209/2013, Εφ.Λαρ. 388/2017, Εφ.Θεσ. 215/2000, ΜΠρ.Θεσ. 16557/2017, ΜΠρ.Αθ. 2261/2015