ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗΣ. ΠΟΤΕ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ – ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Η αναζήτηση της βούλησης του διαθέτη είναι ο άξονας, γύρω από τον οποίο στρέφεται η όλη νομοθετική ρύθμιση της διαδοχής από διαθήκη. Ενόψει τούτων, βασική αρχή, η οποία διέπει την ερμηνεία των διαθηκών, είναι ότι κατά την ερμηνεία αυτή προέχει η αναζήτηση της πραγματικής βούλησης του διαθέτη.
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 επ. του ΑΚ, στην ερμηνεία των διαθηκών αναζητείται, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, η αληθινή βούληση του διαθέτη, σκοπούμενη από άποψη υποκειμενική και όχι αντικειμενική, κατά την έννοια της οποίας η βούληση αυτή θα προσδιοριζόταν κατά τις αντιλήψεις τρίτων, σύμφωνα με τη συναλλακτική καλή πίστη, την προβλεπόμενη από το άρθρο 200 του ίδιου Κώδικα, το οποίο όμως δεν έχει εφαρμογή στην ερμηνεία διαθηκών1.
Τότε μόνον συγχωρείται η προσφυγή σε γεγονότα και στοιχεία εκτός διαθήκης, όταν το δικαστήριο κρίνει ότι η δήλωση της τελευταίας βουλήσεως εμφανίζει σημεία ασαφή και αμφίβολα, που χρειάζονται για την αποσαφήνισή τους ερμηνεία προς το σκοπό της εξευρέσεως της αληθινής βουλήσεως του διαθέτη2. Όταν, δηλαδή, δεν προκύπτει από ο περιεχόμενο της διαθήκης η έννοια της δήλωσης βούλησης είτε γιατί ο διαθέτης δεν εκφράστηκε σαφώς είτε γιατί εκφράστηκε ατελώς, συγχωρείται ερμηνεία για άρση της ασάφειας ή του κενού ή της ατέλειας της δήλωσης, ερμηνεία που μπορεί να γίνει και με προσφυγή σε γεγονότα που βρίσκονται έξω από τη διαθήκη. Αλλά και αντικειμενικά σαφείς να είναι η χρήση των λέξεων, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι αποδίδουν την αληθινή βούληση του διαθέτη και ότι είναι ανεπίδεκτες ερμηνείας.
Αντιθέτως, δεν υπάρχει έδαφος για ερμηνεία της διαθήκης αφενός όταν, κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η με τις λέξεις γενόμενη διατύπωση είναι απόλυτα σαφής και αποδίδει με πληρότητα αυτό που ο διαθέτης θέλησε3, αφετέρου στην περίπτωση της πλήρους ασάφειας της διαθήκης ή διατάξεως αυτής ως προς το πρόσωπο του τιμωμένου, με συνέπεια να καθίσταται άκυρη κατ’ άρθρο 1781 ΑΚ.
Σκοπός της ερμηνείας της διαθήκης είναι η άρση της (μερικής) ασάφειας αυτής και η διαπίστωση του νομικώς σημαντικού περιεχομένου της δήλωσης βούλησης του διαθέτη, ενώ αντικείμενο της είναι ακριβώς η δήλωση της βούλησης του διαθέτη. Κατά την ερμηνεία των διαθηκών το “δόγμα της βούλησης” δεν αποκτά απλώς ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα, αλλά ουσιαστικά κυριαρχεί. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται και από τον ίδιο τον ΑΚ, με σειρά διατάξεων (1783 εδ. 2, 1784, 1794, 1979). Η κρίση δε του Δικαστηρίου της ουσίας ότι η διάταξη της διαθήκης είναι σαφής ή αντίθετα ότι αυτή είναι ασαφής και έχει ανάγκη ερμηνείας, η οποία προϋποθέτει εκτίμηση του περιεχομένου της διαθήκης, αποτελεί εκτίμηση πραγματικών γεγονότων. Σχετικά πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη η εποχή που συντάχθηκε η διαθήκη, το κοινωνικό περιβάλλον του διαθέτη, οι προσωπικές συνήθειες του, η πνευματική και κοινωνική του ανάπτυξη, η παιδεία του κ.λπ., ενώ συγχωρείται η αναζήτηση ακόμη και της εικαζόμενης βουλήσεως του4.Αντί της πραγματικής βουλήσεως αναζητείται η εικοζόμενη (υποθετική) μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες επήλθε απρόοπτα ουσιώδης μεταβολή των πραγματικών περιστατικών και συνθηκών, υπό τις οποίες ο διαθέτης τελούσε κατά τη σύνταξή της5. Η εικαζόμενη αυτή βούληση μπορεί να αφορά και το πρόσωπο του κληρονόμου6.
Η αναζητούμενη, με την ερμηνεία, αληθινή βούληση του διαθέτη θα πρέπει να ευρίσκει κάποιο, έστω και έμμεσο, έρεισμα, στο ίδιο το κείμενο της διαθήκης, διότι αλλιώς θα παραβιάζονταν οι διατάξεις για τον τύπο των διαθηκών, ενώ θα υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος να αλλοιωθεί πλήρως η βούληση του διαθέτη με την βοήθεια ψευδομαρτύρων. Με την παραπάνω προϋπόθεση, επιτρέπεται κατά την αναζήτηση της αληθινής βουλήσεως του διαθέτη η προσφυγή και σε όλα τα προσιτά γεγονότα ή στοιχεία που βρίσκονται εκτός της διαθήκης, λ.χ. έγγραφα, συνομιλίες ή άλλες εκδηλώσεις του διαθέτη, οι σχέσεις του με ορισμένα πρόσωπα κλπ., χωρίς να χρειάζεται να αναφέρονται, έστω και υπαινικτικά, στο κείμενο της διαθήκης7.
Περαιτέρω, κατά τον ερμηνευτικό κανόνα της διάταξης του άρθρου 1800§2 ΑΚ, ορίζεται ότι, αν έχουν αφεθεί μόνον ειδικά αντικείμενα στον τιμώμενο, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται κληροδόχος, ακόμη και αν ονομάστηκε κληρονόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι ισχυρή η εγκατάσταση κληρονόμου επί δήλου πράγματος, δηλαδή επί ειδικά καθοριζόμενου στοιχείου της κληρονομίας, η οποία υπάρχει αν συνάγεται από τη διαθήκη θέληση του διαθέτη, με τη μνεία του δήλου, να εγκαταστήσει τον τιμώμενο ως κληρονόμο, ως άμεσο δηλαδή καθολικό του διάδοχο σε όλη την κληρονομία του ή σε ποσοστό της8.Έτσι, η κρίση για το αν ο διαθέτης θέλησε τον επί του δήλου εγκατάστατο ως κληρονόμο ή κληροδόχο συνάγεται με ερμηνεία της διαθήκης και αναζήτηση της πραγματικής ή και της υποθετικής βούλησής του. Αν δεν καταστεί δυνατή η ανεύρεση της πραγματικής ή υποθετικής βούλησης του διαθέτη, θα εφαρμοστεί η ΑΚ 1800§2 (βασικός κανόνας).
Στα πλαίσια της ερμηνείας αυτής και πέρα από την ορολογία που χρησιμοποίησε ο διαθέτης, όπως “κληρονόμος”, “κληροδόχος”, “εγκαθιστώ”, αφού κατά τη διάταξη του άρθρου 173 ΑΚ επιτάσσεται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, οι δε λέξεις δεν μπορούν να νοηθούν αφηρημένα χωρίς συνάρτηση με το όλο κείμενο της διαθήκης, κρίσιμα στοιχεία για τη διακρίβωση της βούλησης του διαθέτη να εγκαταστήσει κληρονόμο και όχι κληροδόχο είναι τα χαρακτηριστικά στοιχεία της ιδιότητας του κληρονόμου και οι διαφορές του από τα αντίστοιχα στοιχεία της ιδιότητας του κληροδόχου και συγκεκριμένα:
1. Η διαπίστωση ότι ο διαθέτης θέλησε τον εγκατάστατο ως άμεσο διάδοχο του, υπό την έννοια ότι ο τιμώμενος θα λάβει το δήλο αμέσως και απευθείας από την κληρονομιά, χωρίς μεσολάβηση άλλου προσώπου ως τετιμημένου. Βέβαια, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1996 ΑΚ, τότε πρόκειται για γνήσια κληροδοσία, και όχι για κληρονομία, ο κληροδόχος λαμβάνει το αντικείμενο της κληροδοσίας αμέσως και αυτοδικαίως, κατά πλήρη κυριότητα, με αποτέλεσμα να μην ανατρέπεται η ισχύς του κανόνα του άρθρου 1800§2 ΑΚ.
2. Ότι ο διαθέτης θέλησε τον εγκατάστατο ως καθολικό διάδοχό του, δηλαδή ότι ο τιμώμενος διαδέχεται τον διαθέτη και ως προς το ενεργητικό και ως προς το παθητικό της κληρονομιάς.
3. Κυρίως όμως η διαπίστωση ότι, -κατά την έστω και εσφαλμένη αντίληψη του διαθέτη -, το δήλο ή τα δήλα συνιστούν κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης το σπουδαιότερο τμήμα της κληρονομιαίας περιουσίας, ή εξαντλούν την περιουσία αυτή. Αντίθετα, η μικρή αξία του δήλου, σε σχέση με την αξία της υπόλοιπης κληρονομιάς, υποδηλώνει βούληση εγκατάστασης κληροδόχου9.
Τέλος, καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο για την ερμηνεία διαθήκης είναι το προβλεπόμενο κατά τις γενικές διατάξεις, με εξαίρεση, το αρμόδιο κατά το άρθρο 825 ΚΠολΔ Δικαστήριο για την ερμηνεία διαθήκης υπέρ κοινωφελών σκοπών.
____________________________________
- ΑΠ 1415/1990 ΕΕΝ 58. 592, ΑΠ 164/1988 ΕΕΝ 56.120
- ΑΠ 1048/2002 ΕλλΔνη 2004, τόμ. 1, σελ. 161, ΑΠ 1665/2000 ΕλλΔνη 42,927
- ΑΠ 722/2014 ΝΟΜΟΣ
- ΑΠ 144/2012 ΝΟΜΟΣ
- ΑΠ 953/96 ΕλΔ 39/846
- ΑΠ 1626/00 ΕλΔ 42/712
- ΑΠ 144/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1142/2011 ΝΟΜΟΣ
- ΑΠ 768/2008, ΝΟΜΟΣ
- 39604/2007 ΠΠΡ ΘΕΣΣΑΛ, ΝΟΜΟΣ