Η ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΙΣΧΥΣ ΤΩΝ SMS ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ

30 Δεκεμβρίου, 2020

Είναι γεγονός πως η σύγχρονη τεχνολογία έχει εδραιώσει την ισχυρή της θέση στον τομέα της επικοινωνίας. Μία από τις συνηθέστερες εκφάνσεις της, είναι η δυνατότητα αποστολής, μέσω των κινητών τηλεφώνων, «σύντομων γραπτών μηνυμάτων», άλλως «short message service» που δεν είναι τίποτε άλλο από τα γνωστά σε όλους μας και πλέον εύχρηστα sms.

Το ερώτημα που τίθεται εδώ, είναι κατά πόσο μπορεί το κείμενο, όπως αυτό αποτυπώνεται σε ένα sms, να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο στο πλαίσιο μιας πολιτικής δίκης. Αρχικά, και όπως γίνεται δεκτό από τη νομολογία, το αποθηκευμένο στην μνήμη συσκευής κινητού τηλεφώνου «σύντομο γραπτό μήνυμα» («sms»), εμπίπτει στην έννοια του ιδιωτικού «ηλεκτρονικού» εγγράφου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 444 § 1 περ. γ΄ και 2 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, η εκτύπωση του αποθηκευμένου στον σκληρό δίσκο της συσκευής κινητού τηλεφώνου πρωτότυπου ηλεκτρονικού εγγράφου, συνιστά αντίγραφο κατά την έννοια του άρθρου 449 ΚΠολΔ. Σε κάθε περίπτωση δε, η φωτογραφία της οθόνης της συσκευής κινητού τηλεφώνου, όπου εμφανίζονται τα σύντομα γραπτά μηνύματα, έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο ηλεκτρονικό έγγραφο, εφόσον τηρηθούν οι προϋποθέσεις του άρθρου 449 § 2 ΚΠολΔ.

Γίνεται λοιπόν δεκτό1,2, πως ο παραλήπτης σύντομων γραπτών μηνυμάτων δύναται, προς απόδειξη των ισχυρισμών του, να προσκομίσει εκτυπώσεις ή φωτογραφίες αυτών στο πλαίσιο πολιτικής δίκης με τον αποστολέα-αντίδικό του, διότι όπως αναγνωρίζεται, τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα δεν εμπίπτουν στην απαγόρευση της διάταξης του άρθρου 19 § 3 του Συντάγματος (απαγόρευση χρήσης παράνομα ληφθέντων αποδεικτικών μέσων). Αρκεί βέβαια, τα sms να προσκομίζονται από τους ίδιους τους αντίδικους, οι οποίοι έχουν επιλέξει να επικοινωνούν μέσω αυτών και πάντα στο πλαίσιο της μεταξύ τους δικαστικής διαμάχης. Διαφορετικό είναι το ζήτημα εάν σε πολιτική δίκη προσκομίζεται sms από διάδικο που δεν ήταν αποδέκτης του και το μήνυμα αυτό αφορούσε μια συνομιλία που είχε καταρτισθεί μεταξύ τρίτων προσώπων. Τότε θα πρέπει να γίνει λόγος κατά κανόνα για απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα, η χρήση όμως των οποίων θα πρέπει να κρίνεται αυστηρά κατά περίπτωση και πάντα υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας.

Μάλιστα γίνεται δεκτό πως ένα διαφορετικό πόρισμα, που θα απαγόρευε τη χρήση των sms στην πολιτική δίκη και θα αποδυνάμωνε την αποδεικτική τους ισχύ, θα διεύρυνε την έννοια του «απορρήτου», ώστε να απαγορεύεται ακόμα και η προσκόμιση επιστολής, τηλεομοιοτυπίας (fax) ή ηλεκτρονικού μηνύματος (email) στο πλαίσιο μιας πολιτικής δίκης μεταξύ αποστολέα και παραλήπτη, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται ουσιωδώς το ερειδόμενο στο άρθρο 20 § 1 Συντάγματος δικαίωμα απόδειξης.

Αντίθετη γνώμη εισφέρεται νομολογιακά3 στο πλαίσιο απόφασης που κρίνει ότι τα μηνύματα sms δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό υλικό σε πολιτική δίκη, διότι αυτό θα είχε ως συνέπεια την παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και του δικαιώματος στο απόρρητο της επικοινωνίας, η οποία όμως δέχεται έντονη κριτική και φαίνεται να παραμερίζεται από την ευρύτερη νομολογία.

Σχετική Νομολογία: 1. ΜΠΑ 7826/2018, 2.ΜΠΗρ. 1085/2018, 3. ΠΠρΘεσ 3256/2015