Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΩΣ «ΛΟΓΟΣ ΔΙΩΞΗΣ» ΓΙΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΣΥΛΟΥ

16 Απριλίου, 2021

Ένα ίσως από τα σημαντικότερα ζητήματα που απασχολούν την κοινή γνώμη τα τελευταία χρόνια, είναι το προσφυγικό. Πληθώρα ανθρώπων καταφθάνουν με κάθε τρόπο στη χώρα μας, με αίτημα την υπαγωγή τους σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, το χαρακτηρισμό τους ως πρόσφυγες και τη συνεπεία τούτου χορήγηση ασύλου.

Ποιός όμως χαρακτηρίζεται ως πρόσφυγας δικαιούμενος άσυλο;

Σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σύμβαση της Γενεύης του 1951, στην οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καθώς και στο Νόμο 4639/2019 «πρόσφυγας είναι ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, βρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν μπορεί ή λόγω του φόβου αυτού δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας ή ο ανιθαγενής ο οποίος, βρισκόμενος εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του για τους ίδιους προαναφερθέντες λόγους, δεν μπορεί ή λόγω του φόβου αυτού δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 12 (περί αποκλεισμού)». Για να χαρακτηρισθεί λοιπόν ο αιτών άσυλο πρόσφυγας, πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ή σύνδεσης μεταξύ ενός από αυτούς τους λόγους δίωξης και του φόβου του ότι θα υποστεί δίωξη. Οι ανωτέρω έννοιες, αποτελούν θεμελιώδη κριτήρια στο ευρωπαϊκό δίκαιο για το άσυλο, διότι, σε περίπτωση απουσίας λόγου ή/και συσχετισμού μεταξύ λόγου και δίωξης, δεν αναγνωρίζεται καθεστώς πρόσφυγα.

Η θρησκεία ως λόγος δίωξης

Ένας από τους λόγους δίωξης, που έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τη θεωρία και τη νομολογία και που προβάλλεται σε πληθώρα αιτημάτων ασύλου είναι αυτός που σχετίζεται με τη θρησκεία. Η έννοια της θρησκείας σύμφωνα και με τα ανωτέρω νομοθετήματα, περιλαμβάνει ιδίως την υιοθέτηση θεϊστικών, αγνωστικιστικών ή αθεϊστικών πεποιθήσεων, τη συμμετοχή σε τυπική λατρεία, σε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο, είτε κατά μόνας είτε σε κοινωνία με άλλους, την αποχή από τη λατρεία αυτή, άλλες θρησκευτικές πράξεις ή εκδηλώσεις απόψεων ή μορφές ατομικής ή συλλογικής συμπεριφοράς, που στηρίζονται σε ή υπαγορεύονται από θρησκευτικές πεποιθήσεις. Φαίνεται πως η ευρωπαϊκή οδηγία, περιέχει μια νεωτεριστική άποψη περί της έννοιας της θρησκείας. Συγκεκριμένα, η «θρησκεία» γίνεται αντιληπτή στην οδηγία ως πίστη ή ως απουσία αυτής. Πρόκειται δηλαδή για μια συμπεριφορά που απορρέει είτε από τη θρησκεία είτε από την αρνησιθρησκία. Ο συγκεκριμένος δε λόγος δίωξης περιλαμβάνει οποιαδήποτε πεποίθηση, πρακτική ή συμπεριφορά που σχετίζεται με τη θρησκεία και η οποία μπορεί να είναι αρνητική ή θετική (π.χ. αθεΐα, ελευθεροφροσύνη και φιλοσοφικές πεποιθήσεις κ.α). Ως εκ τούτου η ως άνω προσέγγιση της έννοιας της θρησκείας, επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες και είναι αρκούντως ευέλικτη ώστε να προσαρμοσθεί σε μελλοντικές μορφές θρησκείας, πεποιθήσεις και εκδηλώσεις θρησκευτικής μισαλλοδοξίας. Είναι άξιο λόγου, πως ο σχετικός ορισμός μπορεί να καλύπτει και διώξεις για απόψεις τόσο σημαντικές για κάποιον αιτούντα, ώστε αυτές να αγγίζουν τα όρια της πεποίθησης, χωρίς να πρόκειται κατ’ ανάγκην για θρησκευτικές πεποιθήσεις. Αυτό σημαίνει πως δίνεται έμφαση και στο γεγονός ότι τα όργανα δίωξης (δηλ. εν συντομία το κράτος ή οι ομάδες που το ελέγχουν ή μη κρατικοί φορείς, αν αποδειχθεί ότι το κράτος διευκολύνει, ενθαρρύνει ή ανέχεται τις πράξεις τους, που συνιστούν δίωξη)  μπορούν να προσδώσουν θρησκευτική διάσταση ακόμα και σε μια φιλοσοφική πεποίθηση του αιτούντος. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή οδηγία περί αναγνώρισης, η θρησκευτική πρακτική μπορεί να λάβει οποιαδήποτε πιθανή μορφή. Αναφέρεται και στην κοινωνική έκφραση της θρησκείας δηλαδή σε κάθε συμπεριφορά που στηρίζεται σε ή υπαγορεύεται από θρησκευτικές πεποιθήσεις και η οποία μπορεί να καλύπτει την καθημερινή συμπεριφορά, τον τρόπο ζωής και τα ήθη και έθιμα. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερα σημαντικό είναι το ζήτημα του προσηλυτισμού. Υπενθυμίζεται ότι ενώ μερικές θρησκείες απαγορεύουν την πρακτική αυτή ή τη θεωρούν άσκοπη (θρησκεία Μπαχάι, Ιουδαϊσμός), άλλες τη θεωρούν εκ των ων ουκ άνευ υποχρέωση των πιστών τους (μάρτυρες του Ιεχωβά). Από το ευρύ πεδίο εφαρμογής του κρίσιμου άρθρου 10 παράγραφος 1 στοιχείο β’ της οδηγίας περί αναγνώρισης, εξαιρούνται περιστάσεις στις οποίες μια θρησκευτική ή σεχταριστική πεποίθηση ή πρακτική συνεπάγεται εγκληματικές πράξεις, όπως βίαιες τελετουργίες. Πρακτικές οι οποίες δεν καλύπτονται από τους κανόνες των σχετικών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα περί ελευθερίας της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας διότι συγκρούονται με τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη, τη δημόσια υγεία ή τα δημόσια ήθη ή με τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες των άλλων, δεν πρέπει να τυγχάνουν προστασίας. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση δίωξης στη χώρα καταγωγής για εκδήλωση θρησκευτικών πεποιθήσεων του είδους αυτού (π.χ. σατανισμός), κατά κανόνα δεν αναγνωρίζεται υποχρεωτικά το καθεστώς πρόσφυγα. Δεν αποκλείεται μάλιστα σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να εφαρμόζεται και η ρήτρα αποκλεισμού του πρόσφυγα. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να τονιστεί πως η εκάστοτε αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση, με σεβασμό στις προϋποθέσεις και στις αρχές που τίθενται από την ευρωπαϊκή οδηγία και τα λοιπά νομοθετικά κείμενα, αλλά πρωτίστως με σεβασμό στον άνθρωπο και τη διαφορετικότητά του. [1]


[1] Πηγές: Σύμβαση Γενεύης 1951, Ευρ. Οδηγία 2011/95/ΕΕ, Ν. 4636/2019, https://training.easo.europa.eu/lms/my/