ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑΣ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΟΜΕΝΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

17 Ιανουαρίου, 2022

Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είναι η σύμβαση με την οποίαν τρίτος, που αποκαλείται εμπορικός αντιπρόσωπος, αναλαμβάνει έναντι αμοιβής (προμήθειας), σε μόνιμη βάση (για ορισμένο ή αόριστο χρόνο), με την ιδιότητα του ανεξάρτητου μεσολαβητή, είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων (ή υπηρεσιών), είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτές επ’ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου[1].

Η εν λόγω σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας μπορεί να είναι είτε ορισμένου είτε αορίστου χρόνου. Η σύμβαση αορίστου χρόνου λύεται με τακτική καταγγελία από καθένα από τους συμβαλλομένους, με τον οριζόμενο χρόνο προμήνυσης, που είναι ένας μήνας για το πρώτο έτος της συμβάσεως, δύο μήνες από την αρχή του δευτέρου έτους, τρεις μήνες από την αρχή του τρίτου έτους, τέσσερις μήνες από την αρχή του τέταρτου έτους, πέντε μήνες από την αρχή του πέμπτου έτους και έξι μήνες από την αρχή του έκτου και τα επόμενα έτη και δεν είναι δυνατόν να οριστούν μικρότερες προθεσμίες με συμφωνία των συμβαλλομένων.

Επίσης, προβλέπεται η έκτακτη καταγγελία (για σπουδαίο λόγο) της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας αορίστου χρόνου, στην οποία μπορεί να προβεί είτε ο αντιπροσωπευόμενος, εφόσον συντρέχει υπαιτιότητα του αντιπροσώπου, είτε ο αντιπρόσωπος, εφόσον συντρέχει υπαιτιότητα του αντιπροσωπευόμενου, δηλαδή πταίσμα που να πηγάζει από τις πράξεις ή παραλείψεις αντιστοίχως των ανωτέρω που να αποτελεί σπουδαίο λόγο και να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πταίσματος αυτού και της καταγγελίας, στην οποίαν προβαίνει ο εκάστοτε καταγγέλλων.

Αναφορικά με τα δικαιώματα του εμπορικού αντιπροσώπου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης από τον αντιπροσωπευόμενο, προβλέπονται τα κάτωθι:

Α) για εμπορική πράξη που έχει συναφθεί μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπίας, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται προμήθεια: α) εάν η πράξη οφείλεται κυρίως στη δραστηριότητα που αυτός ανέπτυξε κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπίας και έχει συναφθεί μέσα σε εύλογη προθεσμία από τη λύση αυτής της σύμβασης, ή β) εάν η παραγγελία του τρίτου περιήλθε στον εμπορικό αντιπρόσωπο ή τον αντιπροσωπευόμενο πριν από τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπίας.

Β) Πέραν τούτου, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται κατ’ αποκοπή αποζημίωση, υπολογιζόμενη με βάση το μέσο ετήσιο όρο των αμοιβών που εισέπραξε κατά τα τελευταία πέντε έτη (άλλως των ετών συνεργασίας), εάν και εφόσον:

– έφερε νέους πελάτες στον εντολέα ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς και

η καταβολή της αποζημίωσης αυτής είναι δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς[2].

Η χορήγηση αυτής της κατ’ αποκοπή αποζημίωσης δεν στερεί από τον εμπορικό αντιπρόσωπο την αξίωση για την ανόρθωση της ζημίας την οποία υπέστη, όπως ορίζεται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα.

Ουσιαστικά οφέλη διατηρούνται για τον αντιπροσωπευόμενο όχι μόνον όταν επιβιώνουν οι συμβάσεις που κατάρτισε ο εμπορικός αντιπρόσωπος (διαρκείς συμβάσεις) αλλά και όταν, έστω κατά τρόπον έμμεσο, με τις ενέργειες του αντιπροσώπου υπάρχει εν δυνάμει πελατεία για τον αντιπρόσωπο (κύκλος υποψηφίων αγοραστών, καθιέρωση της επιχείρησης του αντιπροσώπου στη σχετική αγορά). Γενικότερα, αρκεί ότι ο αντιπροσωπευόμενος έχει, από τη δραστηριότητα του αντιπροσώπου και μετά τη λύση συμβάσεως, προοπτικές κέρδους από την πελατεία[3]. Πολλές φορές τα ελληνικά δικαστήρια φτάνουν μέχρι την πλήρη αποζημίωση του αντιπροσώπου από τη στέρηση των προμηθειών του και από τη μη απόσβεση της επένδυσής του.

Ο εμπορικός αντιπρόσωπος χάνει την αξίωση για την κατ’ αποκοπή αποζημίωση ή την ανόρθωση της ζημίας, εάν δεν γνωστοποιήσει προς τον αντιπροσωπευόμενο μέσα σε προθεσμία ενός έτους από τη λύση της σύμβασης ότι επιθυμεί να ασκήσει το δικαίωμά του.

Πάντως, η αποζημίωση ή η αποκατάσταση της ζημίας, κατά τα ανωτέρω, δεν οφείλεται: α) Όταν ο εντολέας καταγγείλει τη σύμβαση λόγω υπαιτιότητος εμπορικού αντιπροσώπου, η οποία θα δικαιολογούσε καταγγελία της σύμβασης κατά πάντα χρόνον, β) όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος καταγγέλλει τη σύμβαση, εκτός αν η λύση αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα του αντιπροσωπευόμενου ή δικαιολογείται από λόγους ηλικίας, σωματικής αδυναμίας ή ασθένειας του εμπορικού αντιπροσώπου, εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατό να απαιτηθεί εύλογα από αυτόν η εξακολούθηση της δραστηριότητας του, γ) όταν μετά από συμφωνία με τον αντιπροσωπευόμενον, ο αντιπρόσωπος εκχωρεί σε τρίτο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει δυνάμει της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας.

Τέλος, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από το συνδυασμό της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 1 Π.Δ. 219/1991, με τις διατάξεις των άρθρων 8 παραγρ. 4 έως 8 και 9 παρ. 3 του ίδιου Π.Δ., τυπική προϋπόθεση της αποζημιώσεως πελατείας είναι η λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας. Η αξίωση δε αυτή αποζημιώσεως πελατείας γεννιέται κατά βάση σε κάθε περίπτωση λύσης της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας και μάλιστα ανεξάρτητα από το εάν ο συγκεκριμένος κάθε φορά λόγος λύσης ρυθμίζεται από το Π.Δ. 219/1991 ή προκύπτει από το κοινό δίκαιο. Επομένως παρέχεται η αξίωση αποζημίωσης πελατείας και σε περίπτωση λύσης της ορισμένου χρόνου σύμβασης αντιπροσωπείας με την παρέλευση του συμφωνηθέντος χρόνου αυτής. Η άποψη αυτή εναρμονίζεται και με το χαρακτήρα της αποζημίωσης πελατείας, ως ιδιόρρυθμης αξίωσης για αμοιβή, για τη γέννηση της οποίας δεν απαιτείται αντισυμβατική ή γενικότερα παράνομη συμπεριφορά από την πλευρά του αντιπροσωπευόμενου επιχειρηματία (ΑΠ 592/2008).


[1] Άρθρο 1 παρ. 2 του ΠΔ 219/1991 «περί εμπορικών αντιπροσώπων», που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών – μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες).

[2] Στις περιστάσεις αυτές συμπεριλαμβάνεται επίσης και η εφαρμογή της ρήτρας μη ανταγωνισμού με την έννοια του άρθρου 10 του ΠΔ 219/1991, όπως επίσης λαμβάνεται υπόψιν η διάρκεια της σύμβασης και άλλα αντικειμενικά περιστατικά.

[3] ΕφΑθ 249/2020 www.nomotelia.gr