Ν. 4800/2021 – ΚΑΤΙ ΑΛΛΑΖΕΙ ΣΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

1 Ιουλίου, 2021

Με τον πρόσφατο Ν. 4800/2021 «Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων, άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου και λοιπές επείγουσες διατάξεις» (Α’ 81) επιχειρείται η αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου, ως προς το κεφάλαιο εκείνο που διέπει τις σχέσεις γονέων και τέκνων, κυρίως μετά τη διακοπή της συμβίωσης των συζύγων, το διαζύγιο ή την ακύρωση του γάμου. Επιχειρείται, επίσης, η ενίσχυση της ενεργού παρουσίας και των δύο γονέων στην ανατροφή του τέκνου, ώστε να μην μεταβάλλονται ο ρόλος και η σχέση τους με το τέκνο.

Είναι αξιοσημείωτο ότι από το έτος 1983 δεν έχει λάβει χώρα οιαδήποτε αναμόρφωση στο κεφάλαιο του Αστικού Κώδικα που διέπει τις σχέσεις μεταξύ γονέων και τέκνων. Έχουν, ωστόσο, μεταβληθεί ουσιωδώς οι κοινωνικές συνθήκες και έχουν πολλαπλασιαστεί οι υποθέσεις οικογενειακού δικαίου που καταλήγουν προς επίλυση ενώπιον των Δικαστηρίων. Προς αποκατάσταση αυτού του αναχρονισμού, κρίθηκε αναγκαία από το νομοθέτη η παρέμβαση και αναμόρφωση.

Χαρακτηριστικό των νέων διατάξεων, κατά την αιτιολογική έκθεση του νόμου, είναι ότι καθιερώνεται η αρχή της ισότητας των γονέων στις ευθύνες και τα δικαιώματα έναντι του τέκνου, με γνώμονα αποκλειστικά και μόνο το βέλτιστο συμφέρον αυτού. Τα παραπάνω επιτυγχάνονται με:

  • την από κοινού και εξίσου άσκηση της γονικής μέριμνας (ΑΚ 1510) με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου (ΑΚ 1511). Το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, κατά την έννοια του νόμου, εξυπηρετείται ιδίως από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του τέκνου καθώς επίσης και από την αποτροπή διάρρηξης των σχέσεών του με καθέναν από αυτούς. Κατά την ανάθεση της γονικής μέριμνας από το δικαστήριο, προβλέπεται -ρητώς πλέον- ότι θα πρέπει να συνεκτιμάται η ικανότητα και η πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, η συμπεριφορά του γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα, η συμμόρφωσή του με τις νόμιμες υποχρεώσεις του.

Μάλιστα, προβλέπεται ρητώς, ότι η γονική μέριμνα εξακολουθεί να ασκείται καταρχήν εξίσου και από κοινού και στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή διάστασης των συζύγων, εφόσον και οι δύο βρίσκονται εν ζωή (ΑΚ 1513). Κατά παρέκκλιση, η άσκησή της μπορεί να ανατεθεί στον έναν από τους δύο γονείς είτε συναινετικά με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας είτε με πρακτικό διαμεσολάβησης είτε με δικαστική απόφαση, στις περιπτώσεις που υπάρχει διαφωνία.

Όσον αφορά τα τέκνα γεννημένα χωρίς γάμο των γονέων τους, σε περίπτωση εκούσιας ή δικαστικής αναγνώρισης από τον πατέρα, αυτός ασκεί εκ του νόμου από κοινού τη γονική μέριμνα με τη μητέρα και όχι μόνο σε περίπτωση συμφωνίας ή εάν η μητέρα έπαυσε ή αδυνατεί να την ασκεί, ως ίσχυε μέχρι σήμερα.

Με τον ίδιο νόμο, θεσπίζονται ενδεικτικά κριτήρια κακής άσκησης γονικής μέριμνας, ώστε το δικαστήριο να δύναται ευχερώς να προβεί στην αφαίρεση της γονικής μέριμνας από τον υπαίτιο γονέα (ΑΚ 1532). Τα κριτήρια που προβλέφθηκαν είναι η υπαίτια μη συμμόρφωση στις διατάξεις των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών, η διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και η πρόκληση διάρρηξης των σχέσεών του με αυτούς, η υπαίτια παράβαση των όρων κοινής συμφωνίας ή δικαστικής απόφασης για την επικοινωνία και η παρεμπόδιση της επικοινωνίας, η κακή άσκηση και η υπαίτια παράλειψη άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας, η αδικαιολόγητη άρνηση καταβολής διατροφής από τον υπόχρεο γονέα, η καταδίκη του γονέα με οριστική δικαστική απόφαση για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. Είναι αξιοσημείωτο ότι έχουν παραβλεφθεί από το νόμο σημαντικά κριτήρια όπως η εξάρτηση του γονέα από ναρκωτικές ουσίες, η οικονομική εκμετάλλευση του τέκνου, η παραμέληση της υγείας και της εκπαίδευσής του.

  • την υποχρέωση του γονέα που διαμένει με το τέκνο να ενισχύει τη σχέση του με τον άλλον γονέα και τους συγγενείς αυτού, προκειμένου να αποφεύγεται το φαινόμενο της γονεϊκής αποξένωσης (ΑΚ 1518).
  • την προηγούμενη συναίνεση του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει με το τέκνο για σημαντικά ζητήματα που το αφορούν, όπως οι αποφάσεις για την ονοματοδοσία του τέκνου, το θρήσκευμα, την υγεία, εκτός από τα επείγοντα και τα εντελώς τρέχοντα, και τα ζητήματα εκπαίδευσης που επιδρούν στο μέλλον του.

Συναίνεση απαιτείται πλέον ρητώς και για την μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου, η οποία μπορεί να αλλάξει μόνο με έγγραφη συμφωνία των γονέων, άλλως με δικαστική απόφαση. Επιπλέον, ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο δικαιούται πλέον να ζητά πληροφορίες από τον άλλο γονέα σχετικά με το ίδιο τέκνο και την περιουσία του (ΑΚ 1519).

  • το δικαίωμα αλλά και τη υποχρέωση (για πρώτη φορά ρητώς και όχι απλά ως λειτουργικό δικαίωμα) του γονέα με τον οποίο δε διαμένει το παιδί στην όσο το δυνατόν ευρύτερη επικοινωνία μαζί του. Προβλέφθηκε δε ότι η επικοινωνία περιλαμβάνει τόσο τη φυσική παρουσία και επαφή με το τέκνο όσο και τη διαμονή στην οικία του γονέα.

Μάλιστα, καθιερώνεται για πρώτη φορά ελάχιστο τεκμήριο χρόνου επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει, στο 1/3 του συνολικού χρόνου του (ΑΚ 1520). Η καθιέρωση του ανωτέρω τεκμηρίου, κατά την αιτιολογική έκθεση του νόμου στοχεύει στο να δημιουργήσει μια υπαρκτή βάση διαλόγου μεταξύ των γονέων, ώστε να αποφεύγονται οι εντάσεις και οι διαφωνίες μεταξύ τους, ως προς το δικαίωμα επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει, οι οποίες αποβαίνουν εν τέλει σε βάρος του τέκνου.

Στην πράξη, η εν λόγω διάταξη κινδυνεύει να αποδειχθεί προβληματική εάν δεν ερμηνευτεί και εφαρμοστεί σωστά από τα Δικαστήρια. Και τούτο διότι δεν γίνεται προσδιορισμός του χρόνου αναφοράς της διάταξης (πχ το 1/3 ανά εβδομάδα, μήνα, έτος). Ειδικότερα, στο συνολικό χρόνο του παιδιού περιλαμβάνονται το σχολείο, οι εξωσχολικές δραστηριότητες, ο ύπνος, με τα οποία -εκ των πραγμάτων- είναι επιφορτισμένος ο γονέας με τον οποίο διαμένει το παιδί. Έτσι, εάν ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το παιδί δικαιούται το 1/3 του συνολικού χρόνου, ελλοχεύει ο κίνδυνος να λαμβάνει όλον τον ποιοτικό χρόνο του παιδιού (πχ καλοκαιρινές διακοπές, Σαββατοκύριακα, καθημερινό ελεύθερο χρόνο), επιβαρύνοντας τον άλλο γονέα μόνο με τις υποχρεώσεις. Έτσι, συντρέχει ο κίνδυνος να δημιουργηθούν οι ρόλοι του «καλού γονέα», που θα χαίρεται το παιδί κατά τις διακοπές και τις περιόδους ανάπαυλας και του «κακού γονέα», που θα είναι επιφορτισμένος με όλη τη δύσκολη καθημερινότητα και την ανατροφή του παιδιού.

Επιπλέον, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από το φυσικό δικαστή που θα κληθεί να εφαρμόσει την εν λόγω διάταξη ο κίνδυνος της κακόβουλης επιδίωξης μείωσης της διατροφής (ακόμη και κατά το 1/3) από τον γονέα με τον οποίο δε διαμένει το παιδί, με το πρόσχημα της αύξησης του χρόνου επικοινωνίας του με το παιδί στο 1/3.

Μένει η εν λόγω διάταξη να ερμηνευτεί και να εφαρμοστεί συνετά από το φυσικό δικαστή, εν όψει και της σχετικής επιμόρφωσης που θα λάβει, στο πλαίσιο του ίδιου νόμου.

  • την υποχρέωση ενημέρωσης εκ μέρους του γονέα που διαμένει με το τέκνο προς τον άλλο γονέα σχετικά με την επίδοση εγγράφων που το αφορούν (αρ. 56 παρ. 3 και 4),
  • την καθιέρωση του θεσμού της διαμεσολάβησης στις οικογενειακές διαφορές. Με τις νέες νομοθετικής διατάξεις ορίζεται η διαδικασία επιλογής διαμεσολαβητών από ειδικό μητρώο οικογενειακών διαμεσολαβητών. Καθιερώνεται, επίσης, η επιμόρφωση των δικαστών που δικάζουν υποθέσεις οικογενειακού δικαίου.

Επίσης, με το νέο νόμο, εισάγεται ο θεσμός του «άυλου συναινετικού διαζυγίου», δηλαδή η δυνατότητα λύσης του γάμου συναινετικά με ηλεκτρονικά μέσα και κοινή ψηφιακή δήλωση (ΑΚ 1441). Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, με τη δυνατότητα λύσης του γάμου με ηλεκτρονικά μέσα απλοποιείται η διαδικασία έκδοσης διαζυγίου, εξοικονομείται χρόνος υπέρ των συζύγων και αποφεύγεται η ταλαιπωρία. Με τη νέα διάταξη προβλέπεται η κοινή συμφωνία των συζύγων για την έκδοση συναινετικού διαζυγίου να λαμβάνει χώρα με κοινή ψηφιακή δήλωση, μη απαιτουμένης της βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής ενώπιον του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου, ως ίσχυε μέχρι σήμερα. Σκοπός τη ρύθμισης είναι η αποφυγή μιας διαδικασίας που στερείτο ουσιαστικής σκοπιμότητας. Εάν υπάρχουν τέκνα, προκειμένου να καταστεί εφικτή η συναινετική λύση του γάμου, θα πρέπει προς αποφυγή συγχύσεων και εντάσεων να υπάρχει έγγραφη συμφωνία μεταξύ των συζύγων, η οποία επικυρώνεται ενώπιον συμβολαιογράφου με ηλεκτρονικά μέσα, για την επιμέλεια, τη διατροφή, την επικοινωνία αλλά και τον τόπο διαμονής τους.

Τέλος, εισάγονται μεταβατικές διατάξεις που αφορούν εκκρεμείς υποθέσεις, όσες δηλαδή δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες, για τις οποίες παρέχεται η δυνατότητα της εκ νέου εκδίκασής τους, υπό το νέο νομικό πλαίσιο.