ΣΦΡΑΓΙΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΦΡΑΓΙΣΗ

12 Νοεμβρίου, 2020

Σύμφωνα με το άρθρο 826 εδ. α΄ του ΚΠολΔ «Ο Ειρηνοδίκης με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί για να αποτραπεί κίνδυνος, να διατάξει τη σφράγιση πραγμάτων ορίζοντας συγχρόνως συμβολαιογράφο για να τη διενεργήσει». Σκοπός της ανωτέρω διάταξης είναι η διασφάλιση των πραγμάτων μπροστά στον κίνδυνο της πιθανής εξαφάνισης, αρπαγής και όποιας περαιτέρω αλλοίωσής τους. Πρόκειται στην ουσία για μια διάταξη που αφορά μία υλική και όχι νομική δέσμευση άκρως συμμορφούμενη μάλιστα με τη συνθήκη των απρόσωπων σχέσεων όπως αυτές διαμορφώνονται πλέον, ειδικά στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις. Κι αυτό γιατί, η συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων για τις οποίες διατάσσεται η σφράγιση στις μέρες μας, αφορά το θάνατο μοναχικών ανθρώπων ή ανθρώπων χωρίς ιδιαίτερες στενές συγγενικές ή φιλικές σχέσεις με άλλους συνανθρώπους τους, οι οποίοι πεθαίνουν μέσα στις οικίες του αβοήθητοι, χωρίς αυτό να γίνεται άμεσα αντιληπτό από τον στενότερο κύκλο επαφών τους.

Επί της ουσίας, λόγω του ανωτέρω προκύπτει η επιτακτική ανάγκη να σφραγιστεί ο χώρος εντός του οποίου βρέθηκε ο θανών με τέτοιο τρόπο, ήτοι με επίθεση κρατικών ανάγλυφων σφραγίδων, ώστε να εμποδίζεται πλέον η πρόσβαση (χωρίς την αλλοίωση-παραβίαση των σφραγίδων) οποιουδήποτε τρίτου θα μπορούσε να βλάψει τα εντός αυτού ευρισκόμενα πράγματα. Στην πράξη, όσον αφορά την ανωτέρω εξεταζόμενη περίπτωση ακολουθείται η εξής διαδικασία: Κάποιος περίοικος ειδοποιεί την αστυνομία για την ύπαρξη του θανόντος και το αρμόδιο αστυνομικό όργανο είναι εκείνο που διαπιστώνει την ανάγκη περιφρούρησης των κινητών πραγμάτων. Στη συνέχεια διαβιβάζει στο Ειρηνοδικείο σχετικό ενημερωτικό σημείωμα, όπου αναφέρεται η αναγκαιότητα της σφράγισης. Αρμόδιο δε Ειρηνοδικείο είναι αυτό, εντός της περιφέρειας του οποίου βρίσκονται τα υπό σφράγιση πράγματα. Μαζί δε με το ανωτέρω έγγραφο παραδίδονται στο Ειρηνοδικείο και τα κλειδιά της οικίας του αποβιώσαντος. Εάν δε η αστυνομία κρίνει ως κατεπείγουσα τη διενέργεια της σφράγισης μπορεί να προβεί η ίδια σε προσωρινή σφράγιση με την υποχρέωση να καταθέσει στο Ειρηνοδικείο όχι μόνο το ανωτέρω σημείωμα και τα κλειδιά της οικίας, αλλά περαιτέρω και την έκθεση προσωρινής σφράγισης. Στη συνέχεια ο αρμόδιος Ειρηνοδίκης είναι εκείνος που εισάγει αυτεπαγγέλτως με πράξη του τη συζήτηση της υπόθεσης το συντομότερο δυνατόν (αν όχι και αυθημερόν) κι εφόσον μετά τη συζήτηση κριθεί η αναγκαιότητα της σφράγισης (επί της οποίας στην ουσία έχει ήδη κρίνει και η αστυνομία), εκδίδεται η σχετική απόφαση και ορίζεται ο συμβολαιογράφος που θα διενεργήσει τη σφράγιση. Ο συμβολαιογράφος ειδοποιείται άμεσα, προκειμένου να προβεί με τη σειρά του στη διαδικασία της σφράγισης και της σύνταξης της απαραίτητης έκθεσης σφραγίσεως. Ο Ειρηνοδίκης μάλιστα έχει την ευχέρεια κατ’ άρθρο 748 παρ. 3 ΚΠολΔ να διατάξει την κλήτευση τρίτων προσώπων που κρίνει ότι έχουν έννομο συμφέρον από τη δίκη.

Είναι προφανές πως την ανάγκη της σφράγισης ακολουθεί αυτή της αποσφράγισης, μετά τη μεσολάβηση ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος κατά τη διάρκεια του οποίου και όσον αφορά την εξεταζόμενη περίπτωση (θάνατος εντός οικίας) οι στενοί συγγενείς, οι κληρονόμοι κι εν γένει όσοι έχουν οποιοδήποτε έννομο συμφέρον θα ενημερωθούν για το θάνατο του αποβιώσαντος και θα κινήσουν τη δέουσα διαδικασία. Πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα με το άρθρο 831 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ «Αν η διατήρηση της σφράγισης δεν είναι αναγκαία ή πρόκειται να γίνει απογραφή, ο ειρηνοδίκης που διέταξε τη σφράγιση με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως διατάσσει την αποσφράγιση». Μάλιστα ο ειρηνοδίκης κατά τη δικάσιμο που ο ίδιος θα ορίσει υποχρεούται να διατάξει την κλήτευση εκείνου που ζήτησε τη σφράγιση όπως κι εκείνων που τυχόν είχαν παραβρεθεί στη διενέργειά της, και αν η σφράγιση έγινε σε περιουσιακό στοιχείο κληρονομιάς μπορεί να διατάξει και την κλήτευση όσων πιθανολογούνται κληρονόμοι. Σε αντίθεση με τη σφράγιση, η οποία διατάσσεται κατά κανόνα αυτεπαγγέλτως, η αποσφράγιση διατάσσεται σχεδόν πάντα κατόπιν αίτησης τρίτου. Εδώ είναι ακριβώς το σημείο όπου στην εξεταζόμενη περίπτωσή μας, πρέπει πλέον να αναλάβει δράση ο κληρονόμος και να αιτηθεί της αποσφράγισης. Ο λόγος για τον οποίο δύναται πλέον να ακολουθήσει η αποσφράγιση είναι όπως αναφέρεται και στο ανωτέρω άρθρο το γεγονός ότι μετά την εμφάνιση του κληρονόμου ή κι εν γένει όποιου άλλου αποδεικνύει αντίστοιχο έννομο συμφέρον εκλείπει κάθε κίνδυνος εξαφάνισης ή αρπαγής των πραγμάτων που βρίσκονται εντός του σφραγισμένου χώρου. Εν προκειμένω, στην πράξη, ο κληρονόμος ή όποιος έχει έννομο συμφέρον το οποίο πρέπει και να αποδείξει, καταθέτει ενώπιον του αρμόδιου Ειρηνοδικείου την αντίστοιχη αίτηση αποσφράγισης επικαλούμενος παράλληλα και τη μη αναγκαιότητα διατήρησης της σφράγισης λόγω της έλλειψης πλέον του κινδύνου που οδήγησε σε αυτή. Ορίζεται δικάσιμος για τη συζήτηση του αιτήματος αποσφράγισης κι ακολούθως εκδίδεται και η αντίστοιχη απόφαση στην οποία ορίζεται ο συμβολαιογράφος που θα τη διενεργήσει (συνήθως ο ορίζεται ο συμβολαιογράφος της σφράγισης) ενώ περαιτέρω ορίζονται και τα πρόσωπα στα οποία πρέπει να παραδοθούν τα αντικείμενα μετά το πέρας της αποσφράγισης. Συμβαίνει συχνά λόγω της ιδιαιτερότητας των συνθηκών κατά τις οποίες κινείται η εν λόγω διαδικασία σφράγισης – αποσφράγισης, να διορίζεται και μεσεγγυούχος, εφόσον τελικά αμφισβητείται το κληρονομικό δικαίωμα του αιτούντος ή ακόμα αν ο αριθμός των κληρονόμων είναι τελικά άγνωστος. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να τονισθεί πως η περί αποσφράγισης απόφαση δεν διαγιγνώσκει επί κληρονομικού ή εμπραγμάτου δικαιώματος παρά μόνο διαπιστώνεται η δυνατότητα άρσης των σφραγίδων και η παράδοση των πραγμάτων στους δικαιούχους τους. Το έννομο συμφέρον των αιτούντων την αποσφράγιση κληρονόμων κρίνεται φυσικά κατά περίπτωση αλλά αποδεικνύεται κατά βάση με την προσκόμιση μιας σειράς πιστοποιητικών όπως το εγγυτέρων συγγενών, δημοσίευσης ή μη διαθήκης, μη αποποίησης κληρονομιάς κ.α. Συνηθίζεται επίσης στην απόφαση της αποσφράγισης να διατάσσεται η απλή καταγραφή των πραγμάτων από τον διενεργούντα την αποσφράγιση και ειδικά σε περιπτώσεις αμφισβητούμενου κληρονομικού δικαιώματος. Όπως και κατά τη σφράγιση έτσι και κατά την αποσφράγιση πρέπει να συντάσσεται και η αντίστοιχη έκθεση αποσφράγισης.

Διαφορετική είναι η περίπτωση της αποσφράγισης με απογραφή του άρθρου 838ΚΠολΔ και δεν πρέπει να συγχέεται με την απλή καταγραφή, ενώ σημαντικό είναι να αναφερθεί και η διάκριση ανάμεσα στην σφράγιση (κατά την εκουσία δικαιοδοσία) που εξετάστηκε στο παρόν άρθρο από την σφράγιση του άρθρου 737 επ. ΚΠολΔ, η οποία απαντάται ως ασφαλιστικό μέτρο για την περίπτωση της δέσμευσης περιουσιακών αντικειμένων του οφειλέτη ώστε να εξασφαλιστεί η μέλλουσα να διενεργηθεί σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση. Κλείνοντας θα πρέπει να διευκρινιστεί  πως κάθε υπόθεση σφράγισης και αποσφράγισης πρέπει να εξετάζεται αυστηρά κατά περίπτωση καθώς και ότι το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος δεν εξαντλείται μόνο στους κληρονόμους.