ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΚΑΤΑΔΙΩΚΤΟ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΛΟΙΜΟΞΙΟΛΟΓΩΝ – ΡΥΘΜΙΣΗ ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΟ ΚΑΙ ΑΙΤΙΑ, ΑΛΛΑ ΜΕ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

24 Απριλίου, 2021

Πριν από λίγες μόνο ημέρες, οι κυβερνώντες ετούτη εδώ τη χώρα, επέλεξαν, κατά την κρισιμότερη ίσως στιγμή διαχείρισης της κρίσης της πανδημίας, να απασχοληθούν με την έμπνευση, διατύπωση και ψήφιση τροπολογίας για το ακαταδίωκτο των επιστημόνων της επιτροπής λοιμοξιολόγων «για τις γνώμες» που διατυπώνουν στις επιτροπές αυτές.

Εξαρχής προκαλεί έκπληξη μια τέτοια ρύθμιση, ιδίως στους νομικούς κύκλους, διότι όλοι γνωρίζουμε ότι η γνώμη (επιστημονική ή μη) αυτή καθ’ εαυτή δεν διώκεται. Κάτι τέτοιο θα αντίκειτο σαφώς στις συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες κάθε ανθρώπου. Πολλώ δε μάλλον δεν μπορούν να διωχθούν τέτοιες γνώμες (και δη επιστημονικές) όταν δεν παράγουν άμεσα έννομα αποτελέσματα αλλά χρησιμοποιούνται επιβοηθητικά – και όχι δεσμευτικά – για να διευκολύνουν τους ασκούντες εξουσία στη λήψη ορθών αποφάσεων. Στις περιπτώσεις αυτές οι εν λόγω γνωμοδοτήσεις ουδόλως συνδέονται αιτιωδώς με τα έννομα αποτελέσματα της απόφασης, που θα ληφθεί, αφού εκτιμηθούν οι γνωμοδοτήσεις αυτές. Σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα η Επιτροπή Λοιμοξιολόγων γνωμοδοτεί και η κυβέρνηση αποφασίζει χωρίς να δεσμεύεται από τη γνωμοδότηση αυτή. Και αυτό, ασχέτως αν αρκετές φορές καλλιεργείται εσκεμμένα η εντύπωση ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η Επιτροπή Λοιμοξιολόγων, απαρτιζόμενη από άξιους επιστήμονες, εξ ορισμού, εισφέρει επιστημονικά δεδομένα, προκειμένου η Κυβέρνηση, σταθμίζοντας αυτά και πολλά άλλα, που δεν εμπίπτουν στο αντικείμενο αυτής της επιτροπής, να λάβει τις καλύτερες δυνατές αποφάσεις διαχείρισης της πανδημίας. Συνεπώς, ουδεμία ευθύνη φέρουν τα μέλη της για τις απόψεις – προτάσεις τους προς την Κυβέρνηση. Ποιός λοιπόν ο λόγος ύπαρξης μιας τέτοιας ρύθμισης; Και κυρίως γιατί σε αυτή την κρίσιμη χρονική στιγμή, που η δικαιολογημένη κόπωση έχει ήδη κλονίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους διοικούντες; Εκτός αν η Κυβέρνηση επιδιώκει να προστατεύσει την εν λόγω επιτροπή από περιπέτειες σαν αυτές, στις οποίες υπεβλήθησαν άλλα – επίσης μέλη γνωμοδοτικών οργάνων – επειδή αυτοί, που παίρνουν εν τέλει τις κρίσιμες αποφάσεις, προστατεύονται από διάφορες ασυλίες και συντομότατες παραγραφές. Ενθυμούμαι χαρακτηριστικά την περίφημη υπόθεση του «Βατοπεδίου» (την οποία είχα την τύχη να παρακολουθήσω από κοντά, ως παράγων της δίκης, υπερασπιζόμενος έναν εκ των κατηγορουμένων) όπου, στο εδώλιο, ως κατηγορούμενοι (και ταλαιπωρούμενοι επί τουλάχιστον μία δεκαετία), ήταν σχεδόν όλα τα μέλη των γνωμοδοτικών οργάνων, τα οποία μάλιστα είχαν εκτελέσει άριστα το έργο τους, αλλά ουδείς εκ των κυβερνητικών οργάνων, που είχαν λάβει τις τελικές σχετικές αποφάσεις.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η εν λόγω τροπολογία συνιστά ένα μεγαλοπρεπές «αυτογκόλ» στη σχέση εμπιστοσύνης, που είναι αναγκαία μεταξύ των πολιτών μιας χώρας και των κυβερνόντων αυτήν. Σαν να μη μας έφταναν οι συνθήκες μη κανονικότητας, στις οποίες ζούμε εδώ και πάρα πολύ καιρό, και η εξ αυτών ψυχολογική εξάντλησή μας, σαν να μην έφταναν οι τόσοι συνωμοσιολόγοι, η δυσπιστία που καλλιεργείται για τα εμβόλια και τις παρενέργειές τους και η καχυποψία μας ως προς τα αρκετές φορές ανεξήγητα μέτρα διαχείρισης της πανδημίας, με την υπό κρίση τροπολογία το μόνο που επιτυγχάνεται είναι η ένταση της ανασφάλειας όλων μας. Διότι η ρύθμιση αυτή γεννά εύλογα τα εξής ερωτήματα: Αν οι λοιμοξιολόγοι εκτελούν ελεύθερα και επιστημονικά το έργο τους, γιατί να χρήζουν ειδικής προστασίας από καταδιωκτικά μέτρα σε βάρος τους; Μήπως εν τέλει η γνώμη τους, που η Κυβέρνηση διακηρύττει ότι ακολουθεί ήταν εσφαλμένη όλο τον παρελθόντα χρόνο και μας περιμένουν, εκ του λόγου αυτού, τα χειρότερα; Μήπως στην πραγματικότητα η εν λόγω επιτροπή δεν λειτουργεί τόσο ανεξάρτητα και επιστημονικά, αλλά ως “κολυμβήθρα του Σιλωάμ” για τις αποφάσεις, που λαμβάνει η Κυβέρνηση; Και μήπως τελικά αυτός είναι και ο λόγος που έχει εξαφανισθεί πλέον ο κ. Τσιόδρας, που ενέπνεε την εμπιστοσύνη του κόσμου; ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΣΙΟΔΡΑΣ; Η εν λόγω, κατά τα άλλα εντελώς άχρηστη, ρύθμιση το μόνο που “πετυχαίνει” δυστυχώς είναι να ωθεί και τους εύπιστους και καλοπροαίρετους πολίτες προς την καχυποψία και συνωμοσιολογία και να καθιστά ακόμη πιο δύσκολο το έργο των κυβερνώντων στην εφαρμογή οιωνδήποτε μέτρων, που εμπνέονται. Και απορώ πραγματικά, που δεν βρέθηκε κανείς εκ των κυβερνόντων να το αντιληφθεί και να το προλάβει…

Αυτή ακριβώς η απορία αποτέλεσε και το έρεισμα του παρόντος άρθρου. Ασχέτως πολιτικών πεποιθήσεων και προσώπων που κατέχουν την εξουσία στην παρούσα χρονική στιγμή, το ερώτημα παραμένει το ίδιο: Πώς νομοθετούμε σε αυτή τη χώρα, που εμφανίζει ένα από τα πιο «πλούσια» και συνάμα χαοτικά νομοθετικά έργα σε ολόκληρη την Ε.Ε.; Και πιο ειδικά, ποιοί εμπνέονται τα σχέδια νόμων και τις τροπολογίες και με ποιά κριτήρια; Και ποιοί τα ελέγχουν,  σταθμίζουν τις συνέπειές τους, πριν αυτά φτάσουν στη Βουλή; Και τέλος, αυτοί που τα ψηφίζουν, προβληματίζονται καθόλου για το περιεχόμενό τους ή στερούνται κάθε τέτοιου δικαιώματος λόγω κομματικής πειθαρχίας;