«ΑΕΡΑΣ» ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ
Η δυσκολία ορισμού της έννοιας του «αέρα» μιας επιχείρησης ερείδεται στην απουσία διάταξης νόμου, που να μας προσφέρει τον ορισμό αυτό. Ουδεμία διάταξη αναφέρεται στο ποσό, το οποίο υποχρεώνεται να καταβάλει ένας συναλλασσόμενος σε έναν άλλον, προκειμένου να συναφθεί η σκοπούμενη από αυτόν σύμβαση και αποκαλείται στη συναλλακτική πρακτική «αέρας». Μόνο στο άρθρο 60 §1 του π.δ. 34/1995 (περί εμπορικών μισθώσεων), ως ίσχυε προ της κατάργησής του με το άρθρο 13 του ν. 4242/2014, χρησιμοποιούταν ο όρος «άυλη εμπορική αξία» που χαρακτηρίζει κάποια από τις μορφές του «αέρα».
Όμως, η παροχή αυτή στη συναλλακτική πρακτική συναντάται με διάφορες μορφές και δίνεται για διαφορετικούς σκοπούς. Ειδικότερα:
1) Στο πλαίσιο οιασδήποτε επιχείρησης αποκαλείται «αέρας» η αξία που έχει η επιχείρηση αυτή ως σύνολο πραγμάτων, δικαιωμάτων, άυλων αγαθών ή άλλων πραγματικών καταστάσεων (πελατεία, φήμη, ειδικό στυλ, πίστη στις συναλλαγές κ.λπ.), που έχουν οργανωθεί σε οικονομική ενότητα (βλ. ΑΠ 5/2002 ΕλλΔνη 44. 182, ΑΠ 494/2001 ΕλλΔνη 43. 435, ΑΠ 752/2000 ΑρχΝ 2001. 108). Για το λόγο αυτό, όταν μεταβιβάζεται ορισμένη επιχείρηση ως σύνολο, στην έννοια αυτής (επιχείρησης) περιλαμβάνεται και ο «αέρας» (φήμη, πελατεία κ.λπ.) και το αντάλλαγμα, που δίνει ο αγοραστής, είναι τίμημα της πώλησης (άρθρο 513 ΑΚ).
2) Σχεδόν πάντα ωστόσο, η αξία αυτή της επιχείρησης συνδέεται άρρηκτα με το συγκεκριμένο ακίνητο – σημείο (την έδρα, το κατάστημα), στο οποίο είναι εγκατεστημένη αυτή και αναπτύσσεται. Ούτως ώστε, αν η επιχείρηση, εκδιωχθεί πρόωρα από το συγκεκριμένο σημείο, ο νόμος προέβλεπε (προϊσχύσαν άρθρο 60 §1 π.δ. 34/1995) αποζημίωση υπέρ του εκδιωχθέντος επιχειρηματία, την οποία ονόμαζε αποζημίωση της άυλης εμπορικής αξίας.
3) Ενίοτε, επειδή ακριβώς η αξία μιας επιχείρησης με συγκεκριμένο αντικείμενο συνδέεται στενά με το σημείο, στο οποίο εκείνη δραστηριοποιείται (συνήθως επί μακρόν), όταν εκείνη αποχωρεί από το συγκεκριμένο ακίνητο, παραμένει μέρος της αξίας αυτής (της άυλης εμπορικής αξίας της) υπέρ του επόμενου επιχειρηματία, που θα δραστηριοποιηθεί στο ακίνητο αυτό, με παρόμοιο αντικείμενο εργασιών. Ούτως ώστε, ακόμη και αν δεν μεταβιβάζεται η επιχείρηση ως σύνολο, αξιώνεται η καταβολή ανταλλάγματος για την άυλη εμπορική αξία, που παραμένει, η οποία εισπράττεται ως τίμημα πώλησης και όχι μίσθωμα, με όλες τις περαιτέρω συνέπειες που έχει από το χαρακτήρα του αυτό (βλ. τέτοια περίπτωση: ΕΠειρ 1311/1996 ΕΔικΠολ 1999. 72).
Ο «αέρας», στην ανωτέρω περίπτωση, εισπράττεται συνήθως από τον επιχειρηματία – παλαιό μισθωτή και έχει την έννοια τιμήματος (άρθρο 513 ΑΚ), όχι σπάνια όμως, μέρος του εισπράττει και ο εκμισθωτής προκειμένου να συναινέσει στη μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης στον τρίτο – αγοραστή (βλ. τέτοια περίπτωση: ΕΑ 2199/2001 ΕΔικΠολ 2004. 64).
4) Τέλος, συχνότατη στη συναλλακτική πρακτική είναι η καταβολή σημαντικού χρηματικού ποσού στον εκμισθωτή ως «αέρα» προκειμένου να μισθώσει ακίνητο σε περιοχή με μεγάλη εμπορική κίνηση και, συνακόλουθα, μισθωτική αξία ή και να επιτύχει ο μισθωτής παράταση της μίσθωσης.
Στην περίπτωση αυτή, ο «αέρας» έχει το χαρακτήρα μισθώματος, αφού πράγματι δίνεται ως αντάλλαγμα για να επιτευχθεί η παραχώρηση της χρήσης (σύναψη της μίσθωσης ή παράταση αυτής) και η μη αναγραφή του στο μισθωτήριο σημαίνει απλώς ότι το αναγραφόμενο στο μισθωτήριο μίσθωμα είναι εικονικό ως προς το ύψος του (άρθρο 138 §2 ΑΚ). Είναι δε ζήτημα απόδειξης της εικονικότητας, οπότε, σε θετική περίπτωση, ως μίσθωμα θεωρείται το αναγραφόμενο ποσό και το ποσό του «αέρα» που συνυπολογίζεται.
Στην πράξη και κατά τα ανωτέρω, κρίσιμο θέμα για την προσέγγιση του «αέρα» κατά περίπτωση αποτελεί το έρεισμα καταβολής αυτού (άυλη εμπορική αξία επιχείρησης, μισθωτική αξία του ακινήτου κ.λπ.) αλλά και το πρόσωπο, στο οποίο καταβάλλεται η σχετική αποζημίωση.