ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΟΚΟΧΡΕΩΛΥΤΙΚΟΥ ΔΑΝΕΙΟΥ, ΠΟΥ ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΝ ΕΓΓΥΗΤΗ.

3 Απριλίου, 2021

Αποτελεί σύγχρονη συναλλακτική πρακτική, κατά τη σύναψη μίας σύμβασης δανείου, ο δανειστής (συνήθως η Τράπεζα) να ζητά την παροχή ασφαλειών (προσωπικών ή εμπραγμάτων) για την προσήκουσα εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πρωτοφειλέτη. Μία εκ των προσωπικών ασφαλειών είναι και η εγγύηση. 

Τι συμβαίνει όμως όταν ο πρωτοφειλέτης μίας δανειακής σύμβασης έχει αποβιώσει μη αφήνοντας εν ζωή κληρονόμους ή εάν όλοι του οι κληρονόμοι έχουν αποποιηθεί της κληρονομιάς; Μπορεί ο δανειστής προκειμένου να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του από τη δανειακή σύμβαση να απευθύνει την καταγγελία της δανειακής σύμβασης μόνο προς τον εν ζωή εγγυητή;

Η ύπαρξη εγγύησης προαπαιτεί την ύπαρξη μιας κύριας ενοχικής σχέσης, που δεν είναι άλλη από την πιστοδοτική σύμβαση (σύμβαση δανείου). Η σύμβαση εγγύησης δηλαδή αποτελεί καταρχήν παρεπόμενη σύμβαση σε σχέση με την κύρια δανειακή σύμβαση. Δηλαδή, η ενοχή του εγγυητή είναι καταρχήν εξαρτημένη από την ενοχή του πρωτοφειλέτη. Άρα καταρχήν το περιεχόμενο και η έκταση της ευθύνης του εγγυητή εξαρτώνται από το περιεχόμενο και την έκταση της ευθύνης του πρωτοφειλέτη.

Εντούτοις, αποτελεί συνήθη πρακτική των Τραπεζών, στο πλαίσιο προδιατυπωμένων δανειακών συμβάσεων, να ζητούν από των εγγυητή να παραιτηθεί από την ένσταση διζήσεως (ΑΚ 855) και από κάθε ευεργέτημα ή ένσταση που πηγάζει από τα άρθρα «853, 858, 862, 866, 867, 868 του Αστικού Κώδικα. Ως αποτέλεσμα, ο εγγυητής ευθύνεται ως πρωτοφειλέτης έναντι του δανειστή για το σύνολο της οφειλής υπέρ της οποίας εγγυήθηκε, πλέον τόκων και εξόδων. Συνέπεια λοιπόν της παραίτησης του εγγυητή από το ως άνω προστατευτικό πλέγμα ενστάσεων, είναι η διάπλαση παθητικής εις ολόκληρον ενοχής μεταξύ αφενός του δανειστή και αφετέρου του πρωτοφειλέτη και εγγυητή. Κατά την κρατούσα δε θεωρία, η πολυπρόσωπη αυτή ενοχική σχέση είναι ενιαία και δεν υφίσταται αυτοτέλεια των ενοχών δανειστή – πρωτοφειλέτη και δανειστή – εγγυητή.

Σύμφωνα με την ΑΚ 486 εδ β’, στην παθητική εις ολόκληρον ενοχή ένα από τα γεγονότα που ενεργούν υποκειμενικά σε βάρος των οφειλετών είναι και η καταγγελία. Εντούτοις, ο όρος «καταγγελία» χρησιμοποιείται εδώ με την έννοια της δήλωσης που καθιστά το χρέος ληξιπρόθεσμο (όχληση, ειδοποίηση κλπ) και όχι με την έννοια του διαπλαστικού δικαιώματος που ασκείται με σκοπό τη λήξη υφιστάμενης διαρκούς σύμβασης. Δηλαδή, η καταγγελία ως διαπλαστικό δικαίωμα ασκείται όπως και η υπαναχώρηση κατά την ΑΚ 396, από όλους και κατά όλων (Γεωργιάδης Σ. Απ., Ενοχικό Δίκαιο- Γενικό Μέρος, σ. 386 επ.)

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 807 εδ. 1 του, αν δεν ορίστηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελίατου, μετά την πάροδο του οποίου καθίσταται υπερήμερος ο οφειλέτης και οφείλει συνεπώς τόκους υπερημερίας, είτε αυτό είναι άτοκο είτε έντοκο (ΑΠ 703/1992 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 890/94, ΕλλΔ/νη 37, 376).

Ένας λοιπόν από τους τρόπους αποδέσμευσης ενός μέρους από μία διαρκή σύμβαση, όπως είναι η δανειακή, είναι η καταγγελία (τακτική ή έκτακτη). Η καταγγελία αποτελεί μονομερή, άτυπη και απευθυντέα δήλωση βουλήσεως και διαπλαστικό δικαίωμα. Κύρια συνέπειά της είναι ότι, μετά από την περιέλευσή της στον αντισυμβαλλόμενο (ΑΚ 167), λύει την κύρια ενοχή και περατώνει πρόωρα τη διάρκειά της, με αποτέλεσμα να μην έχουν, πλέον, τα μέρη υποχρέωση προς παροχή που να απορρέει από την κύρια ενοχική σχέση. Οι μέχρι τότε, όμως γεγενημένες υποχρεώσεις των μερών αναζητούνται και μετά την καταγγελία, δεδομένου ότι οι συνέπειες της καταγγελίας αφορούν το μέλλον και δεν έχουν αναδρομική ισχύ.

Εκ των ανωτέρω, συνάγεται ότι εάν η καταγγελία μίας δανειακής σύμβασης από τον δανειστή (Τράπεζα) απευθυνθεί μόνο προς τον εγγυητή και όχι και προς τον πρωτοφειλέτη, τότε είναι άκυρη και τα αποτελέσματα αυτής δεν επέρχονται. Δηλαδή, δεν λύεται η δανειακή σύμβαση και το δάνειο δεν καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Τούτο προκύπτει όχι μόνο από την αρχή του παρεπόμενου που διέπει την σύμβαση εγγύησης έναντι της κύριας δανειακής σύμβασης αλλά και από την ενιαία ενοχική σχέση της παθητικής ενοχής εις ολόκληρον, σε περίπτωση παραίτησης του εγγυητή από τις προστατευτικές υπέρ αυτού ενστάσεις του ΑΚ.

Και συγκεκριμένα, από τον παρεπόμενο χαρακτήρα της σύμβασης εγγύησης συνάγεται ότι η υποχρέωση του εγγυητή καθίσταται απαιτητή όταν επέλθει το γεγονός από το οποίο συμφωνήθηκε ότι αυτή εξαρτάται, το οποίο κατά κανόνα είναι η υπερημερία του πρωτοφειλέτη. Από την ενιαία δε ενοχική σχέση της παθητικής ενοχής εις ολόκληρον συνάγεται ότι το διαπλαστικό δικαίωμα της καταγγελίας επιφέρει έννομα αποτελέσματα μόνο όταν απευθύνεται από όλους και προς όλους τους συμβαλλομένους της δανειακής σύμβασης.

Συνοψίζοντας, αν και λόγω της συνήθους παραίτησης του εγγυητή από όλο το πλέγμα των προστατευτικών ενστάσεων του ΑΚ, ο δανειστής δύναται να ασκήσει καταδιωκτικά μέτρα (π.χ. επιταγή προς πληρωμή, αναγκαστική εκτέλεση) κατ’ επιλογή και μόνο σε βάρος του εγγυητή, δεν είναι έγκυρη η καταγγελία του δανείου, η οποία απευθύνεται μόνο στον εγγυητή και όχι και στον πρωτοφειλέτη (ή/και αντίστροφα).

Συνεπώς, σε περίπτωση που ο πρωτοφειλέτης αποβιώσει μη αφήνοντας εν ζωή κληρονόμους ή εάν όλοι οι εν ζωή κληρονόμοι του έχουν αποποιηθεί της κληρονομιάς, ο δανειστής προκειμένου να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του θα πρέπει να εκκινήσει τη διαδικασία διορισμού κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομιάς. Εν συνεχεία, μπορεί να προβεί σε έγκυρη καταγγελία της δανειακής σύμβασης.