ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΤΕΛΟΥΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ ΣΤΙΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΕΣ ΑΓΩΓΕΣ (άρθρο 42 του Νόμου 4640/2019)

8 Μαρτίου, 2022

Με το άρθρο 42 του Ν. 4640/2019 ορίζεται ότι «Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του v.δ. 1544/1942 (Α1 189), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του Ν. 3994/2011 (Α’ 165), το άρθρο 21 του Ν. 4055/2012 (Α’ 51) και  το άρθρο 33 του Ν. 4446/2016 (Α’ 240), αvτικαθίσταται ως εξής : «3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του Ν. ΓΠΝ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων I καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού». 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές  μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία». Εκ της διάταξης αυτής καθίσταται σαφές ότι στις εκκρεμείς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές, είτε αυτές ασκήθηκαν εξ αρχής ως αναγνωριστικές, είτε ως καταψηφιστικές, που ετράπησαν ακολούθως σε αναγνωριστικές και εισήχθησαν προς συζήτηση μετά την 1η-1-2020, απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, κατ’ άρθρο 2 του Ν. ΓΠΝ/1912.

Α.         ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ

Η διάταξη ωστόσο αυτή ελέγχεται σαφώς και για πολλούς λόγους ως προς τη συνταγματικότητά της:

1. Η ως άνω διάταξη, υποχρεώνοντας το διάδικο που άσκησε μια αναγνωριστική αγωγή προ της έναρξης ισχύος του Ν. 4640/2019 ή άσκησε αυτή ως καταψηφιστική,  έχοντας, ωστόσο, υπόψη ότι έχει τη δυνατότητα τροπής αυτής σε αναγνωριστική μέχρι τη συζήτηση της (ανεξάρτητα εάν προέβη στην τροπή πριν ή μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 4640/2019), σε καταβολή δικαστικού ενσήμου, αντίκειται σαφώς στις αρχές του κράτους δικαίου και παροχής πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στους πολίτες, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 26 παρ. 3, 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), 1 του πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, 2 παρ. 3 και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, διότι δυσχεραίνει το δικαίωμα των διαδίκων σε έννομη προστασία, καθώς τους επιβαρύνει, και μάλιστα αιφνιδιαστικά (ήτοι με το νόμο που θεσπίστηκε μετά την άσκηση της αγωγής τους), με επιπλέον δικαστικά έξοδα.

Η εξαίρεση των αναγνωριστικών αγωγών από το τέλος δικαστικού ενσήμου καθιερώθηκε και διατηρήθηκε επί μακρόν στην υπηρεσία των δικαιωμάτων ελεύθερης πρόσβασης στο δικαστήριο και ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου. Η διαφορετική αντιμετώπιση της καταψηφιστικής από την αναγνωριστική αγωγή στο θέμα του δικαστικού ενσήμου, είχε επαρκή δικαιοπολιτική εξήγηση, καθώς οι αποφάσεις επί καταψηφιστικών αγωγών είναι το δίχως άλλο εκτελεστές, ενώ οι αποφάσεις επί των αναγνωριστικών αγωγών δεν είναι εκτελεστές, το δε Δημόσιο δεν στερείται του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου, που καταβάλλεται, όταν η αναγνωριστική απόφαση γίνει, με τους όρους που στο νόμο προβλέπονται, εκτελεστή. Ο πολίτης, ιδίως ο οικονομικά αδύναμος, προσέφευγε στην άσκηση αναγνωριστικής αγωγής, εφόσον δεν απαιτείτο η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου και, ακολούθως, σε περίπτωση επιδικάσεως συγκεκριμένου ποσού από το Δικαστήριο, προέβαινε συνήθως στην έκδοση διαταγής πληρωμής, όπου κατέβαλε πλέον το απαιτούμενο, με βάση, όμως, το επιδικασθέν και όχι το αιτηθέν ποσό, τέλος δικαστικού ενσήμου, καθόσον είχε αρθεί η υφιστάμενη αβεβαιότητα περί της ύπαρξης του δικαιώματος ή της έκτασής του. Στα πλαίσια αυτά, ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμ. 675/2010 απόφαση του, έκρινε ότι η υποχρέωση καταβολής αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου στις καταψηφιστικές αγωγές δεν αναιρεί το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας του διαδίκου «λαμβανομένου υπόψη ότι το εν λόγω δικαίωμα ικανοποιητικά προστατεύεται με την άσκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής». Είναι προφανές ότι η νομική παραδοχή του Αρείου Πάγου περί της συνταγματικότητας του δικαστικού ενσήμου προϋπέθετε την απωλεσθείσα πλέον δυνατότητα του πολίτη να προσφύγει στα Δικαστήρια με αναγνωριστική αγωγή, η άσκηση της οποίας χωρίς υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου προστατεύει ικανοποιητικά το συνταγματικό δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας. Ωστόσο, η επέκταση του δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές, και μάλιστα αναδρομικά και στις ήδη, κατά την ψήφιση του Ν. 4640/2019, ασκηθείσες αγωγές, σημαίνει ότι πλέον η καταβολή αυτού του τέλους καθίσταται δικονομική προϋπόθεση του παραδεκτού της παράστασης του διαδίκου, γεγονός προδήλως αντισυνταγματικό, αφού καθιστώντας δυσβάσταχτη οικονομικά την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, περιορίζει και σε πολλές περιπτώσεις στερεί το συνταγματικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας. Είναι σαφές, ότι η επιβάρυνση του διαδίκου με δικαστικό ένσημο, πριν την αναγνώριση του δικαιώματός του δηλαδή σε ένα επισφαλέστατο για τον ίδιο στάδιο της διαδικασίας, μόνον τους οικονομικά αδυνάτους αποτρέπει από την άσκηση της αγωγής, ενώ οι οικονομικά ισχυροί αναλαμβάνουν ευκολότερα τον κίνδυνο απόρριψης. Συνεπώς, η υποχρεωτική προσκομιδή δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, λαμβανομένου υπόψη του ότι στην καθ’ ύλην αρμοδιότητά του υπάγονται αγωγές με αντικείμενο άνω των 250.000 ευρώ κατ’ άρ. 14 παρ. 2 σε συνδυασμό με άρ. 18 του ΚΠολΔ, ως προϋπόθεση προσφυγής στη Δικαιοσύνη, αποτελεί συνταγματικά ανεπίτρεπτο περιορισμό που παρεμποδίζει την ανοιχτή πρόσβαση κάθε πολίτη στη Δικαιοσύνη ισοδυναμώντας με έμμεση κατάργηση του προστατευόμενου και από την ΕΣΔΑ δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας, καθώς προσβάλλει την ίδια την υπόσταση του δικαιώματος[1]. Προσφάτως δε έχουν εκδοθεί πολλές αποφάσεις, που αποδέχονται πλήρως την αντισυνταγματικότητα της υπό κρίση διατάξεως για το λόγο αυτό.[2]

2. Περαιτέρω, η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και, ιδίως, από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας, αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου επιβάλλει, ιδίως, τη σαφήνεια, και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε θεσπιζομένων κανονιστικών ρυθμίσεων και πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους ενδιαφερόμενους, όπως είναι οι διατάξεις που προβλέπουν την επιβολή επιβαρύνσεων, υπό την μορφή φόρων, τελών, εισφορών και οποιασδήποτε φύσης κυρώσεων για παράβαση των σχετικών διατάξεων[3]. Παράλληλα, η ανωτέρω αρχή, η οποία δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη, ο οποίος υποχρεούται να την λαμβάνει υπόψη κατά τη θέσπιση κανόνων δικαίου, επιβάλλει τη μη αναδρομική ισχύ επαχθών για το διοικούμενο νομοθετικών ρυθμίσεων, δεδομένου ότι ο διοικούμενος δεν μπορούσε να προσαρμόσει ανάλογα, τη συμπεριφορά του, κατά το προγενέστερο της ισχύος της νομοθετικής ρύθμισης, χρονικό διάστημα, αφού αγνοούσε τα δεδομένα. Επομένως, οποιαδήποτε ρύθμιση καθιστά δυσμενέστερη τη θέση του διοικούμενου λόγω της συμπεριφοράς του, η οποία εκδηλώθηκε σε χρόνο προγενέστερο, κατά τον οποίο, η ρύθμιση αυτή δεν υπήρχε ακόμη, έρχεται σε αντίθεση με την εν λόγω αρχή[4]. Κατόπιν των προεκτεθέντων, η διάταξη του άρθρου 42 παρ. 2 του Ν. 4640/2019, που προβλέπει την καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου για τις εκκρεμείς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές, είτε αυτές ασκήθηκαν εξ αρχής ως αναγνωριστικές, είτε ως καταψηφιστικές, που ετράπησαν ακολούθως σε αναγνωριστικές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, ελέγχεται ως αντιβαίνουσα στην απορρέουσα από την αρχή του Κράτους Δικαίου, αρχή της ασφάλειας δικαίου, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας, αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου και τυγχάνει αντισυνταγματική[5].

Τέλος η ίδια διάταξη, πέραν της σαφούς ανισότητας μεταξύ οικονομικά ισχυρών και οικονομικά αδύνατων, εισάγει και αδικαιολογήτως δυσμενή διάκριση σε βάρος εκείνων των εναγόντων που άσκησαν αναγνωριστική αγωγή ή έτρεψαν την ήδη ασκηθείσα καταψηφιστική αγωγή τους σε αναγνωριστική πριν τη δημοσίευση του ανωτέρω Νόμου και η αγωγή τους συζητήθηκε μετά την 1.1.2020 σε σχέση με τους ενάγοντες αναγνωριστικής αγωγής, των οποίων η αγωγή ορίστηκε να συζητηθεί προ της 1.1.2020. Ήτοι καθιερώνεται διαφορετική μεταχείριση πολιτών εναγόντων σε αναγνωριστικές αγωγές με μόνο κριτήριο το χρόνο προσδιορισμού της συζήτησης της αγωγής τους, κάτι που εκφεύγει παντελώς της δικής τους αρμοδιότητας και ευθύνης. Για το λόγο αυτό η συγκεκριμένη διάταξη τυγχάνει αντισυνταγματική και ανίσχυρη, ως αντικείμενη στο άρθρ. 4 παρ. 1 του Συντάγματος και, άρα, ανεφάρμοστη[6]. Αν ήθελε κριθεί ότι η διάταξη αυτή του Ν 4640/2019 δεν είναι αντισυνταγματική, τότε θα είχαμε το εξής άτοπο: για δύο αναγνωριστικές (ή δύο καταφηφιστικές που έχουν τραπεί νόμιμα σε αναγνωριστικές πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου) αγωγές που κατατέθηκαν την ίδια ημέρα και η μία προσδιορίστηκε για συζήτηση πριν την 01-01-2020 και η άλλη μετά την προαναφερόμενη ημερομηνία, για την πρώτη να μην απαιτείται δικαστικό ένσημο ενώ για τη δεύτερη να απαιτείται.

Β.         ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ

Τα επιχειρήματα που προβάλλονται υπέρ της συνταγματικότητας της διάταξης αυτής, μοιάζουν ανεπαρκή.

1. Ως βασικό επιχείρημα υπέρ της συνταγματικότητας της συγκεκριμένης διάταξης, προβάλλεται καταρχάς(ακόμη και από την ίδια την αιτιολογική έκθεση του νόμου) η καταπολέμηση της δικομανίας ο εξορθολογισμός και η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, μέσω της αποτροπής προπετών και αβάσιμων αγωγών, αλλά και η ενίσχυση της διαδικασίας της διαμεσολάβησης, που είναι τόσο σημαντική για την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, καθώς και η ταυτόχρονη αύξηση των δημοσίων εσόδων. Ωστόσο σταθμίζοντας τους σκοπούς της συγκεκριμένης διάταξης, όπως αναλύονται στην αιτιολογική έκθεση, με το σχεδόν βέβαιο αποτέλεσμα αυτής, που είναι ο απόλυτος αποκλεισμός κάποιων πολιτών από το υπέρτατο δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη, είναι προφανές ότι «η ζυγαριά γέρνει» από τη μεριά της προστασίας του τελευταίου συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος κάθε ανθρώπου. Καμία προσπάθεια καταπολέμησης της δικομανίας, επιτάχυνσης της απονομής της δικαιοσύνης ή ακόμη και υποστήριξης του θεσμού της διαμεσολάβησης δεν επιτρέπεται να προταχθεί του δικαιώματος ισότιμης πρόσβασης οιουδήποτε πολίτη στη δικαιοσύνη. Ακόμη περισσότερο δεν μπορεί να είναι υπεράνω αυτού του δικαιώματος οιοδήποτε δημοσιονομικό μέτρο, ούτως ώστε η ανάγκη της πολιτείας να καλύπτει τις λειτουργικές ανάγκες και δαπάνες του συστήματος απονομής δικαιοσύνης ουδόλως νομιμοποιεί τον παραμικρό αποκλεισμό οιουδήποτε πολίτη από την πρόσβαση στη δικαιοσύνη και την ισότιμη αντιμετώπισή του από αυτήν. Το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου δεν μπορεί να προτάσσεται των ανθρωπίνων και συνταγματικών δικαιωμάτων. Άλλωστε, το δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα Δικαστήρια αποτελεί θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα (άρθρο 20 παρ. 1 Συντάγματος), το οποίο κατοχυρώνεται και από την κυρωθείσα με το ν.δ. 53/1974 Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Ρώμης του 1950 για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΣΔΑ άρθρα 6 και 13) και αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου.

2. Ως δεύτερο επιχείρημα, προβάλλεται η εκ των υστέρων επιστροφή του ποσού του δικαστικού ενσήμου στον νικήσαντα ενάγοντα, δια του συνυπολογισμού του στην επιδικαζόμενη υπέρ αυτού δικαστική δαπάνη. Όμως και αυτό, προβάλλεται εντελώς αλυσιτελώς, αφού ο οικονομικά αδύνατος πολίτης (που βρίσκεται σε αντικειμενική αδυναμία να καταβάλει το ποσό του δικαστικού ενσήμου, που του ζητείται), δια της εν λόγω διατάξεως, αποκλείεται a priori και απολύτως του δικαιώματός του να προσφύγει στη δικαιοσύνη για την προάσπιση των συμφερόντων του. Στερείται παντελώς της ευκαιρίας να δικαιωθεί, ώστε να του αποδοθεί το προκαταβληθέν ποσό του δικαστικού ενσήμου.

3. Τέλος, σε μια προσπάθεια αντίκρουσης των ανωτέρω ισχυρισμών περί της αντισυνταγματικότητας της διάταξης, γίνεται παραπομπή από τους υποστηριχτές της αντίθετης άποψης στις διατάξεις του ν. 3226/2004, δια των οποίων παρέχεται δήθεν νομική αρωγή σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, που εμπεριέχει και την απαλλαγή από την καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου. Και αυτή η παραπομπή είναι μάλλον προσχηματική, αφού οι προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτές είναι τόσο αυστηρές (ετήσιο εισόδημα κατώτερο των 2/3 του κατά νόμο κατώτατου ετήσιου εισοδήματος) ώστε αφορούν περιορισμένο αριθμό πολιτών. Συνήθως, οι διαφορές που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, αφορούν πολίτες μέσης τάξης, οι οποίοι, πολλές φορές ακόμη και ένεκα της διαφοράς, που επιδιώκουν να επιλύσουν δικαστικώς, έχουν περιέλθει σε αντικειμενική αδυναμία καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, που τους ζητείται. Πέραν τούτου, σε αυτή την περίπτωση της υπαγωγής στις διατάξεις του ν. 3226/2004, ο πολίτης στερείται επιπλέον το δικαίωμα επιλογής του νομικού παραστάτη του.

4. Αξίζει να σημειωθεί ότι για την επί της ουσίας ανεπίτρεπτη αναδρομική εφαρμογή της κρίσιμης διάταξης και την ανασφάλεια δικαίου, που προκαλείται εξ αυτής στους πολίτες, ουδέν αντεπιχείρημα προτείνεται.

Φυσικά, έχουν εκδοθεί και δικαστικές αποφάσεις, που υιοθετούν τα ανωτέρω επιχειρήματα[7].  

Γ.         ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Συμπερασματικά,  η εν λόγω διάταξη περί καταβολής δικαστικού ενσήμου ακόμη και σε αγωγές με αναγνωριστικό αίτημα, σε κάθε περίπτωση, α) παραβιάζει σαφώς και βάναυσα το δικαίωμα κάθε ανθρώπου στην ισότιμη δικαστική προστασία, όπως αυτό κατοχυρώνεται στα άρθρα 20 παρ. 1, 26 παρ. 3, 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), 1 του πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, 2 παρ. 3 και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα β) αλλά και την αρχή της ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου (άρθρο 4 παρ.1 Σ.) και γ) την αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και, ιδίως, από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος.  


[1] Ολ. ΣΤΕ 601/2012 NOB 2012.376, Ολ. ΣΤΕ 3087/2011, Ολ Ελ. Συν 2006/2008 Α Δημοσίευση Νόμος, Ολ. ΣΤΕ 647/2004 ΔΕΕ 2004.821, ΑΕΔ 33/1995 Δνη 1995.571, ΕΔΔΑ της 28-10-1998, Ait Mououb κατά Γαλλίας, της 15-2-2000 GarciaManipardo κατά Ισπανίας, της 19-5-2001 Kreuz κατά Πολωνίας, Απόφαση ΕΔΔΑ της 24-5-2006 επί της υπόθεσης Λιακόπουλου κατά Ελλάδος στην προσφυγή υπ αριθμ. 20627/2004, σχόλιο Κ.Μπέη κάτωθι της ΑΠ 9/2002 σε Δίκη 2002.686, Εφετείο Πειραιά 55/2009, Δίκη 2009.246 με σχόλιο Κ.Μπέη, Ψήφισμα της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων της 14ης/12/2019, Απόφαση του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων της 7ης/12/2019, από 19/12/2019 Επιστολή της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδας προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, την από 24/1/2020 Γνωμοδότηση των Καθηγητών της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ Γιάννη Δρόσου, Σπύρου Βλαχόπουλου και Γιώργου Δελλή κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών)

[2] ΠολΠρωτΑθ 1796/2021, NOMOS, ΠολΠρωτΑΘ 1976/2021, NOMOS, ΠολΠρωτΠατρ 94/2020, NOMOS, ΠολΠρωτΘεσ 4609/2020, NOMOS, ΠολΠρωτΘεσ 5352/2020, NOMOS

[3]  ΟλΣτΕ 1738/2017 ΝΟΜΟΣ και την από 24/1/2020 Γνωμοδότηση των Καθηγητών της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ Γιάννη Δρόσου, Σπύρου Βλαχόπουλου και Γιώργου Δελλή, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών

[4] ΔΕφΙωαv 170/2014 ΝΟΜΟΣ

[5] ΠΠρΑθ 68/2021, NOMOS

[6] ΠΠρΑΘ 1768/2020, NOMOS

[7] ΕφΠΕΙΡ 74/2021, ΝΟΜΟS,