ΔΙΑΡΡΗΞΗ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ ΩΣ ΚΑΤΑΔΟΛΙΕΥΤΙΚΗΣ – Η ΑΜΕΣΗ ΚΙ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΔΟΘΕΙΣΑΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

24 Νοεμβρίου, 2022

Εξαρχής θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η επίτευξη της διάρρηξης μιας δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής είναι ιδιαιτέρως δυσχερής ακόμη και αν διαφαίνεται ο καταδολιευτικός σκοπός της δικαιοπραξίας. Και αυτό, διότι οι προϋποθέσεις που απαιτεί ο νόμος για μια τέτοια διάρρηξης είναι πολλές και σύνθετες. Και ακόμη πιο δύσκολο είναι η απόδειξη της πλήρωσής τους κατά περίπτωση.

Επιχειρώντας αρχικά μια σύντομη επισκόπηση των προϋποθέσεων αυτών κατά τα οριζόμενα στα  άρθρα 939 επ. προκύπτει ότι για τη διάρρηξη απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας πρέπει να συντρέχουν οι εξής όροι: α) απαλλοτριωτική πράξη του οφειλέτη, β) η πράξη αυτή να έγινε με σκοπό βλάβης των δανειστών και αυτός, υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση (τρίτος), να γνώριζε ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του, και γ) η υπολειπόμενη μετά την απαλλοτρίωση περιουσία του οφειλέτη να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών. Σκοπός βλάβης υπάρχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι έχει χρέη και ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου η υπόλοιπη περιουσία του δεν θα επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών του, οι οποίοι έτσι θα υποστούν βλάβη από την απαλλοτρίωση. Ως «υπόλοιπη περιουσία» του οφειλέτη θεωρείται η εμφανής περιουσία αυτού, της οποίας μπορούν να επιληφθούν οι δανειστές προς ικανοποίησή τους, όχι δε η αφανής, η οποία είναι ανύπαρκτη γι’ αυτούς. Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε σε ματαίωση του, δια της διαρρήξεως, επιδιωκόμενου εκ του νόμου σκοπού της προστασίας των δανειστών από την καταδολίευση αυτών εκ μέρους του οφειλέτη[1]. Ανεπάρκεια της «υπόλοιπης περιουσίας» του οφειλέτη θεωρείται ότι υπάρχει και όταν η υπόλοιπη ακίνητη περιουσία του είναι πολλαπλώς βεβαρυμμένη με εμπράγματες ασφάλειες υπέρ τρίτων και δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των απαιτήσεων του δανειστή του[2]. Η αφερεγγυότητα δε αυτή του οφειλέτη, αποτελούσα στοιχείο της βάσης της αγωγής, πρέπει να υπάρχει (και) κατά το χρόνο έγερσης (επίδοσης) της αγωγής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης του δανειστή, ενώ επιπλέον η ανεπάρκεια πρέπει να υφίσταται και κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής. Η γνώση του τρίτου εξάλλου ως προς το δόλο του οφειλέτη, δηλαδή την πρόθεσή του να βλάψει τους δανειστές του, πρέπει να είναι θετική και δεν αρκεί υπαίτια άγνοια, έστω και από βαριά αμέλεια, μεταγενέστερη δε γνώση του δεν βλάπτει. Ήτοι η γνώση του τρίτου αποτελεί προϋπόθεση της διάρρηξης κάθε απαλλοτρίωσης, που είναι επαχθής, η οποία πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνο της απαλλοτρίωσης, ενώ η μεταγενέστερη γνώση είναι χωρίς έννομη επιρροή. Ο τρίτος, δηλαδή, πρέπει να γνωρίζει ό,τι και ο οφειλέτης, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ο δόλος του και επιπλέον τον δόλο του οφειλέτη, ήτοι την πρόθεσή του να βλάψει τους δανειστές του. Πέραν αυτών, δεν απαιτείται συνεννόηση οφειλέτη και τρίτου προς βλάβη των δανειστών. Ήτοι δεν απαιτείται αυτοτελής πρόθεση του τρίτου να βλάψει τους δανειστές του οφειλέτη ούτε συμπαιγνία ανάμεσα στον οφειλέτη και στον τρίτο προς βλάβη των δανειστών του οφειλέτη. Περαιτέρω, η απαίτηση δεν απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικά, ούτε να είναι εξοπλισμένη με τίτλο εκτελεστό, ούτε, δυνάμει τούτου, ο δανειστής να έχει προβεί σε δικαστική καταδίωξη του οφειλέτη που και αυτή να έχει αποβεί ατελεσφόρητη[3], ενώ η διάρρηξη επέρχεται κατά το ποσό μόνο, κατά το οποίο ζημιώνεται αυτός που προσβάλλει την πράξη της απαλλοτρίωσης, δηλαδή κατά το μέρος που απαιτείται για να καλυφθεί η απαίτησή του που διαφορετικά δεν μπορεί να ικανοποιηθεί[4].

Αναφορικά δε προς το κρίσιμο ζήτημα της απαίτησης πλέον των ανωτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι εφόσον υπάρχει δεδικασμένο για την ύπαρξη και το ύψος της απαίτησης αποκλείεται σε κάθε περίπτωση η αμφισβήτηση από τον εκάστοτε εναγόμενο της ύπαρξης και του ύψους αυτής. Κατ’ αντιστοιχία δε το δικαστήριο θα απορρίψει την όποια τυχόν προβαλλόμενη σχετικά ένσταση αοριστίας. Συνεπώς μπορεί μεν στο δικόγραφο της αγωγής να γίνει εκτενής παράθεση των πραγματικών και των νομικών όρων γενέσεως της ένδικης απαίτησης, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο για το ορισμένο της αγωγής, εφόσον όμως υπάρχει δεδικασμένο του οποίου γίνεται εκτενής μνεία[5].

Εφόσον πληρούνται, συνεπώς, οι ανωτέρω εκ του νόμου προϋποθέσεις το δικαστήριο απαγγέλει υπέρ του ενάγοντος διάρρηξη της δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής μέχρι του ποσού της απαίτησης που διατηρεί ο ενάγων κατά του οφειλέτη του. Και μετά τί; Ποιά είναι η επόμενη μέρα της διάρρηξης; Ποιά η ενέργεια μιας σχετικής απόφασης που κάνει δεκτό το αίτημα του εκάστοτε ενάγοντος;

Σύμφωνα με το άρθρο 943 παρ. 1 εδ. α του ΑΚ, το αποτέλεσμα της διάρρηξης είναι ότι ο τρίτος έχει την υποχρέωση να αποκαταστήσει τα πράγματα στην κατάσταση που ήταν. Αυτό σημαίνει πως η διάρρηξη της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας δεν γεννά ενοχική υποχρέωση αναμεταβίβασης του αντικειμένου της απαλλοτρίωσης, ώστε στη συνέχεια ο δανειστής να είναι σε θέση να προβεί στην κατάσχεση του απαλλοτριωθέντος στην περιουσία του οφειλέτη (κάτι που ίσχυε κατά το παρελθόν), αλλά πλέον στη διάρρηξη προσνέμεται άμεση – εμπράγματη ενέργεια σύμφωνα με την οποία ο δανειστής – ενάγων που πέτυχε τη διάρρηξη, μπορεί να προβεί στην κατάσχεση του πράγματος στην περιουσία του οφειλέτη, σα να μην είχε προηγηθεί η διαρρηχθείσα απαλλοτρίωση. Επομένως το νόημα του ως άνω εδαφίου, συνίσταται πλέον στην αυτοδικαίως επερχόμενη απαγόρευση προβολής από τον τρίτο του δικαιώματός του, όσον απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη. Συνεχεία δε των ανωτέρω, σημειώνεται ότι το αίτημα της αγωγής διάρρηξης είναι η απαγγελία της διάρρηξης της προσβαλλόμενης απαλλοτρίωσης, υπέρ του εκάστοτε ενάγοντος – δανειστή και δεν απαιτείται υποβολή αιτήματος αναμεταβίβασης του απαλλοτριωθέντος πράγματος από τον τρίτο στον οφειλέτη, ούτε και σώρευση στη σχετική αγωγή αιτήματος για καταδίκη του τρίτου σε δήλωση βουλήσεως για αναμεταβίβαση του απαλλοτριωθέντος στον οφειλέτη. Σε περίπτωση δε που σωρευτούν τέτοια αιτήματα, αυτά θα απορριφθούν από το δικαστήριο, λόγω έλλειψης νομίμου συμφέροντος[6].   


[1] ΑΠ 1815/2012 δημ. ΝΟΜΟΣ

[2] ΕφΔωδ 19/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[3] ΕφΠειρ 1453/1995 ό.π., ΕφΠειρ 433/1994 ΕλλΔνη 36. 686

[4] ΑΠ 1200/1982 ΕλλΔνη 24. 216, ΕφΑθ 3133/1994 ΕλλΔνη 36. 686

[5] Εφ. Λαρ. 42/2009

[6] ΠΠΑθ. 4201/2007