ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΚΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΑΝΗΛΙΚΟΥ

10 Μαρτίου, 2021

Σύμφωνα με το άρθρο 34 του Αστικού Κώδικα κάθε άνθρωπος έχει ικανότητα δικαίου, δηλαδή την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η ικανότητα δικαίου διακρίνεται από τη δικαιοπρακτική ικανότητα, η οποία νοείται ως η ικανότητα του ατόμου να λαμβάνει νομικά έγκυρες αποφάσεις και να συνάπτει δεσμευτικές συμβατικές σχέσεις.

Όποιος έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του (ενήλικος) είναι καταρχήν ικανός για κάθε δικαιοπραξία, έχει δηλαδή την ικανότητα να δημιουργεί και να διαμορφώνει τις δικαιοπρακτικές του σχέσεις, αποδεχόμενος τα έννομα αποτελέσματα που αυτές επιφέρουν.

Έως ότου ο ανήλικος συμπληρώσει τα δεκαοκτώ έτη της ηλικίας του ακολουθείται μια διαβάθμιση στις νομικές δυνατότητές του. Έτσι, κατά το άρθρο 128 του Αστικού Κώδικα όποιοι δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο έτος της ηλικίας τους είναι παντελώς ανίκανοι για δικαιοπραξία. Κάθε δήλωση βουλήσεως από ανίκανο για δικαιοπραξία κατά τα ανωτέρω είναι απολύτως άκυρη (130 ΑΚ). Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, σε αντίθεση με τη δικαιοπρακτική ικανότητα, κάθε πρόσωπο έχει ικανότητα δικαίου, οπότε οι ανήλικοι συμμετέχουν στη συναλλακτική ζωή, όταν υφίσταται ανάγκη, δια των νομίμων αντιπροσώπων τους (Απόστολος Γεωργιάδης, Μιχαήλ Σταθόπουλος, Αστικός Κώδιξ, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Π.Ν. Σάκκουλας 1997, σελ. 186), συνήθως των γονέων τους, που ασκούν τη γονική μέριμνα.

Ακολούθως, από τη συμπλήρωση των δέκα ετών και έως την ενηλικίωση, ο ανήλικος έχει περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα, όντας ικανός να επιχειρήσει δικαιοπραξίες μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ή με τους όρους που τάσσει ο νόμος. Οι διατάξεις των άρθρων 134, 135 και 136 του Αστικού Κώδικα προσδιορίζουν αφηρημένα το πλαίσιο δικαιοπρακτικής ικανότητας του κατά τα ανωτέρω περιορισμένως ικανού ανηλίκου.

Σύμφωνα με το άρθρο 134 του Αστικού Κώδικα, ανήλικος που έχει συμπληρώσει το δέκατο έτος της ηλικίας του είναι ικανός για δικαιοπραξία, από την οποία αποκτά απλώς και μόνο έννομο όφελος. Δηλαδή πρέπει η δικαιοπραξία είτε να προσπορίζει στον ανήλικο άνω των δέκα ετών δικαίωμα είτε να τον απαλλάσσει από υποχρέωση, όπερ κρίνεται όχι οικονομικά αλλά αφηρημένα εκ του εννόμου αποτελέσματος της δικαιοπραξίας, η οποία πρέπει να βελτιώνει την έννομη θέση του ανηλίκου και να μην την επιβαρύνει ούτε στο ελάχιστο. Ερευνάται, δηλαδή, αν η δικαιοπραξία επιφέρει ή μπορεί να επιφέρει τη δημιουργία υποχρεώσεων, την επαύξηση αυτών ή την παραίτηση από περιουσιακά δικαιώματα. Δικαιοπραξίες που προσπορίζουν απλώς και μόνον έννομο όφελος για τον ανήλικο είναι ενδεικτικώς η αποδοχή δωρεάς (όχι όμως υπό τρόπο), η γονική παροχή, η αποδοχή άφεσης χρέους, η λήψη εγγυήσεως. Η εξουσία του νομίμου αντιπροσώπου του δεκαετούς ανηλίκου για τις δικαιοπραξίες του άρθ. 134 ΑΚ δεν αίρεται αλλά ισχύει παράλληλα, καθόσον με τη διάταξη αυτή παρέχεται απλώς δυνατότητα στον ανήλικο να επιχειρήσει τις αναφερόμενες σε αυτήν δικαιοπραξίες. Αντιθέτως, αμφοτεροβαρείς, ατελείς ή επαχθείς συμβάσεις όπως η εντολή, το χρησιδάνειο, η μεταβίβαση πράγματος, η αποδοχή ή αποποίηση κληρονομιάς, συνιστούν δικαιοπραξίες από τις οποίες ο ανήλικος δεν αποκτά απλώς και μόνο έννομο όφελος. Αν συναφθούν τέτοιες δικαιοπραξίες αυτοπροσώπως από τον ανήλικο και άνευ συμπράξεως του νομίμου αντιπροσώπου του (υπό τις προϋποθέσεις που ο νόμος ορίζει σε κάθε περίπτωση), είναι άκυρες.

Αφ’ ης στιγμής ο ανήλικος συμπληρώσει το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του μπορεί να διαθέτει ελεύθερα κάθε τι που κερδίζει από την προσωπική του εργασία ή που του δόθηκε για να το χρησιμοποιήσει ή για να το διαθέτει ελεύθερα (ΑΚ 135), ενώ μόλις συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος μπορεί, εφόσον συναινούν οι κηδεμόνες του (ή το δικαστήριο), να συνάπτει σύμβαση εργασίας ως εργαζόμενος (ΑΚ 136). Τα όρια της δικαιοπρακτικής δέσμευσης του ανηλίκου που είχαν τεθεί με το άρθρο ΑΚ 134 διευρύνονται, έτσι ώστε να περιλάβουν στο πλέγμα των δυνατών από τον ανήλικο δικαιοπραξιών και την ελεύθερη διάθεση στοιχείων της περιουσίας του. Τα περιουσιακά στοιχεία του ανήλικου πρέπει να προέρχονται ή από την προσωπική του εργασία, ή να του έχουν δοθεί προς ελεύθερη χρήση, ή τέλος να του έχουν δοθεί προς ελεύθερη διάθεση. Κρίσιμο είναι να ερευνάται ο σκοπός της δόσης από το δωρητή στον ανήλικο. Η καλή πίστη του αντισυμβαλλομένου του ανηλίκου, ότι το αντικείμενο δόθηκε για τους σκοπούς που αναφέρονται στο υπό εξέταση άρθρο, δεν αρκεί. Απαιτείται πράγματι να υπήρξε αυτός ο σκοπός και η βούληση του δότη να προκύπτει με βεβαιότητα. Χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων αποτελούν όσα περιέρχονται στον ανήλικο από δωρεές ή κληρονομίες, από τους γονείς του ή τρίτους. Για παράδειγμα, λοιπόν, αν ο συγγενής του ανηλίκου του κληροδοτήσει ένα ακίνητο, πρέπει ρητά να αναφερθεί η βούλησή του σχετικά με τη δυνατότητα ελεύθερης διάθεσης του ακινήτου από τον ίδιο τον ανήλικο, προκειμένου να δύναται να το διαθέσει αυτοπροσώπως. Η επιχειρισθείσα από ικανό προς διάθεση ανήλικο δικαιοπραξία είναι ισχυρή και επάγεται αντιστοίχως την παύση της εξουσίας αντιπροσωπεύσεως του νομίμου αντιπροσώπου του, αποκλειομένης έτσι κάθε επέμβασης του τελευταίου στον κύκλο των δικαιοπραξιών αυτών, η οποία θα περιόριζε ουσιωδώς την ικανότητα του ανηλίκου προς διάθεση (Απόστολος Γεωργιάδης, Μιχαήλ Σταθόπουλος, Αστικός Κώδιξ, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Π.Ν. Σάκκουλας 1997, σελ. 200).

Τέλος, ο έγγαμος ανήλικος μπορεί να επιχειρεί μόνος του κάθε δικαιοπραξία απαραίτητη για να συντηρεί ή να βελτιώνει την περιουσία του ή για να αντιμετωπίζει τις ανάγκες της προσωπικής του συντήρησης και εκπαίδευσης, καθώς και τις τρέχουσες ανάγκες της οικογένειάς του. Μπορεί επίσης: 1. να εκμισθώνει μόνος τα ακίνητά του, αστικά ή αγροτικά, το πολύ για μία εξαετία· 2. να εισπράττει μόνος του εισοδήματα από την περιουσία του· 3. να διεξάγει μόνος του κάθε δίκη σχετική με τις παραπάνω δικαιοπραξίες (137 ΑΚ).