Η ΕΠΙΤΑΓΗ ΕΝ ΜΕΣΩ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ COVID-19

14 Ιουνίου, 2020

Τα αξιόγραφα είναι όργανα διακανονισμού ενοχικών σχέσεων, τα οποία ενσωματώνουν δικαιώματα ή απαιτήσεις σε έγγραφα, έτσι ώστε να μετατρέπεται το αξιόγραφο σε οικονομικό αγαθό με «κινητικότητα» και κυκλοφοριακή ικανότητα.

Ο Ν 5960/1933 θεσμοθέτησε το αξιόγραφο της επιταγής, με την οποία κάποιο πρόσωπο (εκδότης), δίνει εντολή στην Τράπεζα (πληρωτής), να καταβάλει με την εμφάνιση του τίτλου, ορισμένο χρηματικό ποσό από το λογαριασμό του σε αυτή, στο πρόσωπο που αναγράφεται στο αξιόγραφο (ΑΠ 458/1997 ΔΕΕ 1997,991). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 του νόμου «Η επιταγή εκδίδεται επί τραπεζίτου έχοντος κεφάλαια εις την διάθεσιν του εκδότου και επί τη βάσει συμφωνίας, ρητής ή σιωπηράς, καθ’ ην ο εκδότης έχει το δικαίωμα διαθέσεως των κεφαλαίων τούτων δι’ επιταγής».

 Η επιταγή χρησιμοποιείται στην Ελλάδα ως μέσο πληρωμής και εξυπηρετεί κυρίως τη διεξαγωγή των πληρωμών. Είναι έγγραφο αναιτιώδες, αποτελεί δηλαδή απαίτηση αυτοτελή και ανεξάρτητη από την απαίτηση για την οποία εκδόθηκε. Με την έκδοση επομένως της επιταγής γεννιέται εκτός της απαίτησης από την υποκείμενη σχέση και μια ακόμα απαίτηση, εκείνη από το αξιόγραφο και τον τίτλο της επιταγής. Σχετικά με την «κινητικότητά της» μεταβιβάζεται με οπισθογράφηση, οπότε ο κάθε ένας που μεταβιβάζει αναλαμβάνει ισόποση υποχρέωση προς το νέο δικαιούχο (νέο κομιστή).

Η επιταγή ως μέσω πληρωμής είναι πάντα πληρωτέο «εν όψει» (με την εμφάνιση). Νομιμοποιείται να την εμφανίσει ο νόμιμος κομιστής της, που στηρίζει το δικαίωμά του σε αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων. Η προθεσμία εμφάνισης είναι οκτώ (8) ημέρες από την επομένη της χρονολογίας έκδοσης της επιταγής. Αν η επιταγή δεν εμφανιστεί προς πληρωμή στις νόμιμες προθεσμίες, ο κομιστής χάνει το δικαίωμα αναγωγής κατά των υπογραφέων της επιταγής (α. 40 παρ. 1) και διατρέχει τον κίνδυνο να ανακληθεί η επιταγή.

 Όταν η επιταγή εμφανιστεί στην Τράπεζα, ελέγχονται αρχικά τα τυπικά στοιχεία και η εν γένει εγκυρότητά της καθώς και η νομιμοποίηση του κομιστή, ενώ έπειτα εξακριβώνεται η ύπαρξη επαρκούς «υπολοίπου» στο λογαριασμό του εκδότη. Ωστόσο, η έλλειψη αντικρύσματος του λογαριασμού δεν επηρεάζει το κύρος της επιταγής, αφού η ακάλυπτη επιταγή έχει πλήρη ισχύ. Ακολουθεί η πληρωμή της ή, επί μη επαρκούς υπολοίπου, η «σφράγισή» της.

Καταβάλοντας το ποσό της επιταγής ο πληρωτής στο νόμιμο κομιστή της, μπορεί να απαιτήσει απ’ αυτόν να του παραδώσει τη επιταγή εξοφλημένη (α. 34 παρ. 1 εδ. α’) ή μπορεί να γίνει οπισθογράφηση της επιταγής προς τον πληρωτή (α. 15 παρ. 4). Η επιστροφή της επιταγής στον οφειλέτη δημιουργεί τεκμήριο εξόφλησης, δεδομένου ότι θεωρείται χρεωστικό έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 424 ΑΚ, απόκειται δε στο δανειστή να αποδείξει ότι η κατοχή της από τον οφειλέτη δε συνιστά απόδειξη εξόφλησης χρέους.

Η προτίμηση των συναλλαγών με επιταγή οφείλεται κυρίως στη δυνατότητα μεταχρονολόγησής της καθώς και τον εξοπλισμό της με ποινική κύρωση, πράγμα που αποτελεί ελληνική ιδιοτυπία, μη απαντώμενη σε άλλη χώρα της Ε.Ε. Η έκδοση και η κυκλοφορία μεταχρονολογημένων επιταγών, δηλαδή επιταγών που φέρουν ημερομηνία έκδοσης μεταγενέστερη του πραγματικού χρόνου κατά τον οποίο κυκλοφόρησαν στις συναλλαγές, νομιμοποιείται (εμμέσως) με το άρθρο 28 Ν 5960/1933. Η εμφάνιση της επιταγής για πληρωμή πριν από τη σημειούμενη ημερομηνία, αποτελεί δικαίωμα του κομιστή (α. 28 παρ. 2), γι’ αυτό και ο εκδότης οφείλει να έχει διαθέσιμα κεφάλαια καθ’ όλο το διάστημα από την πραγματική έκδοσή της μέχρι τη λήξη της (δηλ. όγδοη ημέρα από την επομένη της αναγραφόμενης στον τίτλο ημερομηνίας έκδοσης).

Ακάλυπτη είναι η επιταγή που εμφανίσθηκε εμπροθέσμως προς πληρωμή, αλλά δεν πληρώθηκε από την Τράπεζα επειδή δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια. Η βεβαίωση μη πληρωμής, γνωστή στις συναλλαγές ως «σφράγιση», γίνεται προκειμένου ο κομιστής να ασκήσει τα δικαιώματά του κατά του εκδότη και των τυχόν οπισθογράφων. Όταν η επιταγή σφραγιστεί ως ακάλυπτη και επειδή τα αξιόγραφα λόγω της ιδιομορφίας και της σημασίας τους έχουν εξοπλισθεί με περισσότερα μέσα προστασίας, καθιστώντας ευνοϊκότερη τη θέση του κομιστή τους και απαλλάσσοντάς τον από την ανάγκη προσκόμισης πρόσθετων αποδεικτικών μέσων στο δικαστήριο, το «οπλοστάσιο» που παρέχει ο νόμος στον κομιστή είναι:

  1. Η υποβολή έγκλησης μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριών μηνών που τρέχει μετά την εμφάνιση της επιταγής. Χρόνος τέλεσης του ποινικού αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής (α 79), θεωρείται εκείνος στον οποίο η επιταγή εμφανίσθηκε προς πληρωμή και βεβαιώθηκε η μη πληρωμή της. Η ποινική δίωξη κατά του εκδότη της ακάλυπτης επιταγής ασκείται μόνο μετά από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε ή του εξ’ αναγωγής υπόχρεου που τελικά εξόφλησε και έγινε κομιστής, ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, μέσα σε προθεσμία τριών μηνών. Με την έγκληση, δεν επιδιώκεται η είσπραξη του ποσού της επιταγής, αλλά η ποινική τιμωρία του εκδότη της.

Το έγκλημα πραγματώνεται με μόνη την έκδοση ή μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής. Απαιτείται δόλος του εκδότη, αρκεί δε ο ενδεχόμενος, δηλαδή δεν απαιτείται ο εκδότης να γνωρίζει την έλλειψη διαθέσιμων, αλλά αρκεί να τη θεωρεί πιθανή και να την αποδέχεται (α. 27 παρ. 1 ΠΚ).

Το αξιόποινο της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής εξαλείφεται με την πλήρη αποζημίωση του κομιστή από τον υπαίτιο.

  • Αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του εκδότη και των οπισθογράφων (άρθρα 623-634 ΚΠολΔ). Είναι η απλούστερη, ταχύτερη και λιγότερο δαπανηρή διαδικασία, με την οποία εφοδιάζεται ο κομιστής με τίτλο εκτελεστό. Η διαταγή πληρωμής εκδίδεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου, δηλαδή του κομιστή του τίτλου ή εκείνου που πλήρωσε από αναγωγή και στρέφεται κατά του οφειλέτη, με οποιαδήποτε ιδιότητα και αν εμφανίζεται στον τίτλο, δηλαδή του εκδότη, οπισθογράφου, αποδέκτη, ή τριτεγγυητή. Αρμόδιος δικαστής για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι ο Ειρηνοδίκης για απαιτήσεις αρμοδιότητας Ειρηνοδικείου (ποσά έως 20.000€) και σε κάθε άλλη απαίτηση ο Δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου (άρθρο 625§1 ΚΠολΔ). Δεν γίνεται συζήτηση στο ακροατήριο και ο δικαστής αποφασίζει το γρηγορότερο, χωρίς κλήση του οφειλέτη. Η διαταγή πληρωμής αποτελεί τίτλο εκτελεστό. Κατ’ αυτής ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει ανακοπή μέσα σε δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοσή της (α. 632 ΚΠολΔ). Εάν δεν ασκηθεί ανακοπή ή ασκηθεί και δεν ευδοκιμήσει, ο δανειστής προχωρά σε αναγκαστική εκτέλεση, δηλαδή προχωρά σε κατάσχεση της κινητής ή/και ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη και ακολούθως επισπεύδει πλειστηριασμό.
  • Αγωγή για καταδίκη του εκδότη σε αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξίας διατάξει του ΑΚ. Ο κομιστής έχει το δικαίωμα να ασκήσει αγωγή από αδικοπραξία διότι ο εκδότης της ακάλυπτης επιταγής παραβιάζει το άρθρο 79 που καθιερώνει ποινικό αδίκημα και επομένως διαπράττει άδικη πράξη και γι αυτό ευθύνεται κατά τα άρθρα 914 επ ΑΚ., και οφείλει να αποζημιώσει το δικαιούχο. Η εκτέλεση της απόφασης που καταδικάζει τον εκδότη να πληρώσει το οφειλόμενο με την επιταγή ποσό, μπορεί να επιδιωχθεί ακόμη και με προσωποκράτηση.

Οι αξιώσεις από την επιταγή και την αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία μπορούν να ασκηθούν παράλληλα. Αν όμως ικανοποιηθεί η μία από αυτές, αποσβήνεται και η άλλη στο μέτρο που καλύπτεται από την πρώτη.

  • Επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης τους περιουσίας του οφειλέτη. Επικουρικώς και σε περίπτωση πιθανολόγησης πως μέχρι την έκδοση των ανωτέρω αποφάσεων επί των ενδίκων βοηθημάτων και την εκτέλεσή τους, η περιουσία του οφειλέτη δεν θα επαρκεί για την ικανοποίηση τους απαίτησης του κομιστή, μπορούν να ασκηθούν ασφαλιστικά μέτρα και το δικαστήριο να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο τη συντηρητική κατάσχεση κινητών, ακινήτων, εμπράγματων δικαιωμάτων επάνω σ’ αυτά, απαιτήσεων και γενικά όλων των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, είτε βρίσκονται στα χέρια του είτε στα χέρια τρίτου.
  • Περαιτέρω μπορεί να ασκήσει αγωγή από την υποκείμενη σχέση (πώληση, δάνειο, μίσθωση κλπ) ή και αίτηση πτώχευσης.

Η απαίτηση του κομιστή κατά του εκδότη και των άλλων υπόχρεων παραγράφεται σε έξι μήνες από τη λήξη τους προθεσμίας τους εμφάνιση τους επιταγής (α. 52).

Όταν ο κομιστής τους επιταγής εκπέσει από το αναγωγικό του δικαίωμα είτε γιατί δεν εμφάνισε έγκαιρα την επιταγή τους πληρωμή, είτε γιατί δε βεβαίωσε την άρνηση πληρωμής με τον προσήκοντα τρόπο, είτε γιατί παραγράφηκε η αξίωσή του, έχει το δικαίωμα να ασκήσει κατά του εκδότη και των οπισθογράφων αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία παραγράφεται μετά από πέντε έτη από την έκδοση τους επιταγής (α 60). Κατά τη νομολογία αποτελεί τον τελευταίο τρόπο προστασίας του κομιστή, όταν τους δεν μπορεί να ικανοποιηθεί ούτε με την υποκείμενη σχέση.

ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΛΗΞΗΣ, ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΕΠΙΤΑΓΩΝ KAI COVID 19

Κατά γενική αρχή του δικαίου συνιστά περίπτωση ανωτέρας βίας οποιοδήποτε ανυπαίτιο γεγονός εντελώς εξαιρετικής φύσης, το οποίο δεν αναμενόταν, ούτε ήταν δυνατό να προβλεφθεί ή να ανατραπεί, ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, ανεξάρτητα αν το γεγονός είναι εσωτερικό ή όχι.

Τέτοια ομάδα περιστατικών δύναται να υποστηριχθεί ότι αποτελεί και η διαμορφωθείσα κοινονικοοικονομική κατάσταση λόγω των μέτρων περιορισμού τους εξάπλωσης του Covid 19. Με κρατική παρέμβαση και συγκεκριμένα με το άρθρο 2 τους ΠΝΠ 30.03.2020/ΦΕΚ Α΄75/2020 ρυθμίστηκε η αναστολή προθεσμιών λήξης, εμφάνισης και πληρωμής αξιογράφων. Συγκεκριμένα προβλέπεται:

«…1. Α) Από τους 30 Μαρτίου 2020 και μέχρι την 31η Μαΐου 2020, για τους Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας (ΚΑΔ) των επιχειρήσεων που, είτε έχουν αναστείλει τη δραστηριότητά τους κατ’ εφαρμογή κανονιστικών πράξεων τους Διοίκησης, είτε έχουν πληγεί δραστικά από την επιδημία του κορωνοϊού COVID-19, δυνάμει των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση τους παρ. 2 του άρθρου 1, τους παρ. 2 του άρθρου 2 και των παρ. 1 και 2  του  άρθρου  3  τους  από  11.3.2020  Πράξης  Νομοθετικού  Περιεχομένου  (Α ́  55),  τους εκάστοτε  ισχύουν, αναστέλλονται  οι  προθεσμίες  λήξης,  εμφάνισης  και  πληρωμής οφειλόμενων  από  αυτές  αξιογράφων  κατά  εβδομήντα  πέντε  (75)  ημέρες  από  την αναγραφόμενη ημερομηνία επί εκάστου αξιογράφου. Τα  οριζόμενα  στο  προηγούμενο εδάφιο ισχύουν και για τους επιχειρήσεις των οποίων οι ΚΑΔ πρόκειται να συμπεριληφθούν τους ανωτέρω αποφάσεις κατά τον μήνα Απρίλιο του έτους 2020 από την επομένη τους ημερομηνίας δημοσίευσης τους συμπερίληψης των συγκεκριμένων ΚΑΔ τους πληττόμενες επιχειρήσεις .β)  Τα  οριζόμενα  στην  περ.  α ́  ισχύουν  για  όλα  τα  αξιόγραφα,  τα  οποία  πρέπει  να διαβιβασθούν ηλεκτρονικά από όποιον έλκει δικαίωμα ή έχει υποχρέωση, τους από τους εκδότες  ή  αποδέκτες  ή  κομιστές  τους,  στα  πιστωτικά  ιδρύματα  που  λειτουργούν  στην Ελλάδα με οποιαδήποτε μορφή, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4261/2014 (Α ́ 107), του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, των ιδρυμάτων πληρωμών του ν. 4537/2018 (Α ́ 84), των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος του ν. 4021/2011 (Α ́ 218), καθώς και των υποκαταστημάτων  και  των  αντιπροσώπων  ιδρυμάτων  πληρωμών  και  ιδρυμάτων ηλεκτρονικού  χρήματος  που  εδρεύουν  σε  άλλα  κράτη  και  λειτουργούν  νόμιμα  στην Ελλάδα, εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από την έναρξη ισχύος τους παρούσας για τους επιχειρήσεις  που  περιλαμβάνονται  ήδη  τους  πληττόμενες  επιχειρήσεις  ή  εντός  τριών  (3) εργάσιμων  ημερών  από  την  επόμενη  τους  συμπερίληψης  των  συγκεκριμένων  ΚΑΔ  τους πληττόμενες επιχειρήσεις σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο τους περ. α’ . Η διαβίβαση και γνωστοποίηση των αξιογράφων σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο πραγματοποιείται μέσω  ειδικής  σχετικής  ηλεκτρονικής  εφαρμογής  των  πιστωτικών  ιδρυμάτων  μέσω  του συστήματος πληρωμών τους εταιρίας ΔΙΑΣ ΑΕ ή και τους εταιρίας ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ, η οποία λειτουργεί σύμφωνα με τους οδηγίες των πιστωτικών ιδρυμάτων, με σκοπό τη διευκόλυνση εφαρμογής  τους  παρούσας  και  ιδίως  τη  διαβίβαση  των  αξιογράφων  στα  πιστωτικά ιδρύματα, προκειμένου να ισχύσει για αυτά η προβλεπόμενη στην περ. α ́ αναστολή των προθεσμιών. Για τον σκοπό εφαρμογής τους παρούσας τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να λαμβάνουν τα απαιτούμενα στοιχεία από τη Φορολογική Διοίκηση. ΓΜε  απόφαση  του  Υπουργού  Οικονομικών  δύναται  να  ρυθμίζεται  κάθε  αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή τους παρούσας.

2. Οι  κομιστές  αξιογράφων, οι  οποίοι  κατά  την  έκδοση  τους  παρούσας  δεν δραστηριοποιούνται σε Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας (ΚΑΔ) των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται τους αποφάσεις τους παρ. 1, δύνανται να ενταχθούν ατομικά τους πληττόμενες επιχειρήσεις και να υπαχθούν τους ρυθμίσεις των άρθρων 1, 2 και 3 τους από 11.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου από την 1η Απριλίου 2020 και εφεξής, εάν το σύνολο τους αξίας των αξιογράφων που αναστέλλονται, σύμφωνα με τη διαδικασία τους παρ. 1, είναι μεγαλύτερο του είκοσι τοις εκατό (20%) του μέσου μηνιαίου κύκλου συναλλαγών  τους  του  αμέσως  προηγούμενου  φορολογικού  έτους,  τους  τους υπολογίζεται  με  βάση  τους  συνολικές  εκροές  που  έχουν  περιληφθεί  σε  αρχικές  και τροποποιητικές, εμπρόθεσμες ή εκπρόθεσμες δηλώσεις ΦΠΑ. Από  την  εφαρμογή  τους παρούσας  εξαιρούνται  κομιστές  που  ανήκουν  σε  ΚΑΔ  των  επιχειρήσεων  που παρουσιάζουν σημαντική αύξηση του κύκλου των συναλλαγών τους στη διάρκεια τους κρίσης  από  την  επιδημία  του  κορωνοϊού COVID-19.  Με  απόφαση  του  Υπουργού Οικονομικών  ορίζονται  οι  ΚΑΔ  που  παρουσιάζουν  σημαντική  αύξηση  του  κύκλου συναλλαγών τους στη διάρκεια τους κρίσης από την επιδημία του κορωνοϊού COVID-19. Με  όμοια  απόφαση,  που  εκδίδεται  ύστερα  από  εισήγηση  του  Διοικητή  τους  ΑΑΔΕ, καθορίζονται  τα  απαιτούμενα  στοιχεία  και  δικαιολογητικά  για  την  εφαρμογή  τους παρούσας, οι διαδικασίες αποστολής ή διαβίβασής τους στη Φορολογική Διοίκηση από τους φορολογουμένους ή τρίτους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια τεχνικού ήδιαδικαστικού χαρακτήρα.3.Η παρούσα δεν εμποδίζει τον υπόχρεο και τον δικαιούχο να συμφωνήσουν μεταξύ τους την απευθείας πληρωμή του αξιογράφου από τον υπόχρεο στον δικαιούχο στην αρχικά αναγραφόμενη ημερομηνία λήξης…»

Επικαιροποίηση